Κυριακή τῶν Ἁγίων Πατέρων
τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ
Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
(Ἰωάν. 17,1-13)
Ἀγαπητοί
μου χριστιανοί,
Τὴν
σημερινὴ Κυριακή, Κυριακὴ μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή,
ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τῶν ἁγίων 318 πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν
μέρος στὴν πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ. Χ. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ
εἶναι γνωστὴ γιὰ τοὺς ἀγῶνες τῶν ἁγίων πατέρων ἐναντίον τῆς φοβερῆς αἱρέσεως
τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ὑποστήριζε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι τὸ πρῶτο κτίσμα, δημιούργημα,
τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἅγιοι πατέρες καθοδηγήθηκαν ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἔδειξαν ὅτι ὁ
Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶναι κτίσμα, ἀλλὰ γέννημα τοῦ Θεοῦ Πατρὀς· δηλαδὴ ἀληθινὸς
καὶ τέλειος Θεός. Αὐτὴν τὴν σωτήρια ἀλήθεια τὴν διατύπωσαν στὸ γνωστό μας
Σύμβολο τῆς Πίστεως μὲ τὶς φράσεις, «τὸν
ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων... γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα,
ὁμοοούσιον τῷ Πατρί ...» καὶ τὴν ἄφησαν ἀνεκτίμητη κληρονομιὰ στὴν
Ἐκκλησία. Μ’ αὐτὴν τὴν ἀλήθεια ἔχει σχέση ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, τὴν ὁποία ὥρισαν
οἱ ἅγιοι πατέρες νὰ διαβάζεται αὐτὴ τὴν Κυριακή.
Ἡ
περικοπὴ περιλαμβάνει τὴν προσευχὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι γνωστὴ
ὡς «ἀρχιερατικὴ προσευχή» καὶ τὴν ἔκανε ὁ Χριστὸς λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος του
στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ. Εἶναι ἡ προσευχή, ποὺ ἄκουσε καὶ κατέγραψε στὸ
Εὐαγγέλιό του ὁ ἀγαπημένος μαθητής του, ὁ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος.
Οἱ
μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ, μετὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο κατάλαβαν ὅτι ὁ Διδάσκαλός τους
κινδυνεύει καὶ ταράχθηκαν. Ὡς ἄνθρωποι, ποὺ ἀκόμη δὲν εἶχαν λάβει πλήρως τὸ
Ἅγιο Πνεῦμα, ἔχασαν τὸ θάρρος καὶ τὴν ἐλπίδα. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς θέλησε νὰ
ἀναπτερώση τὸ φρόνημά τους καὶ νὰ τοὺς ἑτοιμάση γιὰ τὶς δύσκολες ὧρες ποὺ θὰ
ἀκολουθοῦσαν. Αὐτὸ τὸ ἐπιχείρησε μὲ δύο τρόπους μέσα ἀπὸ τὴν προσευχή. Πρῶτον
μὲ τὸ νὰ τοὺς ἀποκαλύψη γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ποιὸς εἶναι ὁ ἴδιος καὶ, δεύτερον,
μὲ τὸ νὰ τοὺς δείξη τὴν ἀμέτρητη θεϊκή του ἀγάπη, ποὺ εἶχε γι’ αὐτούς.
Ἀποκάλυψε
πρῶτα ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Κι αὐτὸ τὸ ἔκαμε δείχνοντας τὴ σχέση ποὺ
ἔχει μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα. Οἱ μαθηταί του ἤξεραν ἀπὸ τοὺς προφῆτες ὡς μόνον
ἀληθινὸ Θεό τὸν Πατέρα. Ὁ Χριστὸς ἐπιβεβαίωσε αὐτὴ τὴν ἀλήθεια καὶ ἀποκάλυψε
ὅτι αὐτὸς εἶναι τὸ Παιδί, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Πατρός. Ἑπομένως ὁ ἴδιος εἶναι Θεὸς
ἀληθινός, ὅπως καὶ ὁ Θεὸς Πατέρας. Εἶπε στὴν προσευχή του· «Πατέρα, ἔφθασε ἡ ὥρα· φανέρωσε τὴ δόξα τοῦ
Υἱοῦ σου, ὥστε καὶ ὁ Υἱός σου νὰ φανερώση τὴ δική σου δόξα. Ἐσὺ τοῦ ἔδωσες
ἐξουσία ἐπάνω σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ αὐτὸς θὰ δώση τὴν αἰώνια ζωὴ σὲ ὅλους
αὐτοὺς ποὺ τοῦ ἐμπιστεύτηκες. Καὶ νὰ ποιὰ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή: Νὰ ἀναγνωρίσουν
οἱ ἄνθρωποι ἐσένα ὡς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, καθὼς καὶ ἐκεῖνον ποὺ ἔστειλες, τὸν
Ἰησοῦ Χριστό».
Ὕστερα
ἀναφέρθηκε στοὺς μαθητές του, γιὰ τοὺς
ὁποίους ἄλλοτε ἔλεγε ὅτι ἀνήκουν στὸν Πατέρα καὶ ἄλλοτε στὸν ἴδιο. «Ἐγὼ γι’ αὐτοὺς παρακαλῶ. Δὲν παρακαλῶ γιὰ
τὸν κόσμο, ἀλλὰ γι’ αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔδωσες, διότι ἀνήκουν σ’ ἐσένα. Κι ὅλα ὅσα
εἶναι δικά μου εἶναι δικά σου καὶ τὰ δικά σου εἶναι δικά μου». Μὲ τὸν τρόπο
αὐτὸ ἀποκάλυψε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἴσος μὲ τὸν Θεό Πατέρα, καὶ ἑπομένως
ἀληθινὸς Θεός.
Ἐπὶ
πλέον μὲ τὰ λόγια αὐτὰ τῆς προσευχῆς καὶ μὲ ὅσα εἶπε στὴ συνέχεια ὁ Ἰησοῦς
Χριστὸς ἔδειξε τὴν γνήσια θεϊκή του ἀγάπη πρὸς τοὺς μαθητές του καὶ πρὸς ὅλους
τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων. «Ἅγιε
Πατέρα, διατήρησέ τους στὴν πίστη μὲ τὴν δύναμη τοῦ ὀνόματός σου, ποὺ μοῦ
χάρισες, γιὰ νὰ μείνουν ἑνωμένοι ὅπως ἐμεῖς… Πατέρα, θέλω αὐτοὶ ποὺ μοῦ ἔδωσες
νὰ εἶναι μαζί μου, ὅπου εἶμαι κι ἐγώ, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ βλέπουν τὴν δόξα μου,
τὴν δόξα ποὺ μοῦ χάρισες, γιατὶ μὲ ἀγάπησες προτοῦ νὰ γίνη ὁ κόσμος».
Καὶ
τώρα τὸ ἐρώτημα: Τὶ σημασία ἔχουν γιὰ μᾶς ὅλες αὐτὲς οἱ ἀποκαλύψεις ὅτι ὁ
Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ἴσος μὲ τὸν Πατέρα καὶ ὅτι ἀγαπᾶ τοὺς μαθητές του γνήσια
καὶ ἀληθινά; Γιατὶ ὁ Χριστὸς ἐπιμένει τόσο πολὺ νὰ ἐντυπώση ὅλα αὐτά στὸν νοῦ
καὶ στὴν καρδιὰ τῶν μαθητῶν του; Γιατὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀγωνίζονται μὲ τόση
δύναμη γιὰ νὰ ἀναδείξουν καὶ νὰ ἀσφαλίσουν αὐτὲς τὶς ἀλήθειες μὲ συγγράμματα,
μὲ Συνόδους, μὲ ἀμέτρητες θυσίες; Ἐπειδὴ οἱ ἀλήθειες αὐτὲς ἀποτελοῦν τὴν
ἀπαραίτητη βάση γιὰ τὴ δική μας σωτηρία. Ἐὰν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶναι ὁ
ἀληθινὸς Θεός δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς σώση. Ἐὰν ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς ἀγαπᾶ εἰλικρινὰ δὲν
ἐνδιαφέρεται νὰ μᾶς σώση. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς μαθαίνει μὲ τὶς Ἅγιες Γραφὲς καὶ μὲ τὴ
διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ
μπορεῖ νὰ μᾶς σώση. Μᾶς μαθαίνει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς ἀγαπᾶ ἀληθινά,
θυσιαστικὰ καὶ ἐνδιαφέρεται καὶ ἐπιθυμεῖ πολὺ νὰ μᾶς σώση. Κι ἐμεῖς χρειαζόμαστε
Αὐτὸν ποὺ μπορεῖ καὶ θέλει νὰ μᾶς σώση.
Νὰ
γιατὶ εἶναι μεγάλη ἡ εὐθύνη μας νὰ ἐνδιαφερώμαστε γιὰ τὶς μεγάλες ἀλήθειες τῆς
Πίστεώς μας, δηλαδή γιὰ τὸ ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ποιὸς εἶναι ὁ Χριστὸς,
τὶ ἔκανε γιὰ μᾶς, τὶ ἔπαθε γιὰ μᾶς, τὶ ἑτοίμασε γιὰ μᾶς, καὶ νὰ μὴν σπαταλοῦμε
τὸν χρόνο μας μόνον στὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα τοῦ καθημερινοῦ μας βίου· τὶ θὰ φᾶμε,
τὶ θὰ πιοῦμε, πῶς θὰ ντυθοῦμε, πῶς θὰ διασκεδάσουμε, πῶς θὰ γλυτώσουμε ἀπὸ τὸν
κορωναϊό.
Ὁ
Μέγας Βασίλειος μὲ τὸ ἁγιοπνευματικό του αἰσθητήριο διακρίνει τὰ πραγματικὰ
μεγάλα καὶ ἐξαίσια ἀγαθὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ θεωροῦν οἱ ἄνθρωποι μεγάλα, ἀκόμη καὶ
μέγιστα, ἐνῶ δὲν εἶναι.
«Ὑπάρχει σίγουρα, λέγει, τὸ ἀληθινό ἀγαθό ποὺ
εἶναι τὸ κυρίως καὶ πρωτίστως ἀξιομακάριστο. Καὶ Αὐτό εἶναι ὁ Θεός» (Εἰς τὸν Α΄
Ψαλμόν, ΕΠΕ 5,20).
«Οἱ ἀμαθεῖς ὅμως
ἄνθρωποι καὶ φιλόκοσμοι, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦν τὴν φύση αὐτοῦ τοῦ ἀγαθοῦ,
μακαρίζουν πολλές φορές ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἔχουν καμμία ἀξία: τὸν
πλοῦτο, τὴν ὑγεία, τὴν
λαμπρότητα τοῦ βίου, ἐκ τῶν ὁποίων κανένα
δὲν εἶναι ἀγαθό ἐκ τῆς φύσεώς του, ὄχι μόνο διότι εὔκολα μπορεῖ νὰ
μεταβληθῆ στὰ ἀντίθετα, ἀλλά καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κάνη ἀγαθούς αὐτούς ποὺ τὸ
κατέχουν» (αὐτόθι).
«Τίποτε ἀπό τὰ ἀνθρώπινα δὲν εἶναι μέγα, οὔτε ἐξαίσιο·
οὔτε ἡ εὐπορία στοὺς ἀνθρώπους, οὔτε ἡ δόξα ποὺ ἀκμάζει, οὔτε ἡ ὑγεία τοῦ σώματος. Διότι δὲν δεχόμαστε
ὅτι τὸ ἀγαθό ὑπάρχει σ’ ἐκεῖνα ποὺ παρέρχονται, ἀλλ' ἐμεῖς ἔχουμε κληθεῖ νὰ
γίνουμε μέτοχοι τῶν αἰωνίων καί ἀληθινῶν ἀγαθῶν… Ἐκεῖνα (τὰ ἐφήμερα) δὲν
ἔχουν μέσα τους τὴν μακαριότητα» (Περὶ Φθόνου, ΕΠΕ 6,148).
Εἶναι,
ἐπίσης, πολὺ ἐπίκαιρο γι’ αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ ἐγερτήριο σάλπισμα τοῦ ἁγίου
Χρυσοστόμου: «Μέχρι πότε, ἀδελφοί μου, θὰ
εἴμαστε ἀπρόσεκτοι καὶ θὰ δαπανοῦμε τὰ πάντα σὲ καθημερινὲς διαμάχες καὶ
φιλονεικίες καὶ λόγους ἀνωφελεῖς, τρέφοντας τὴν γῆν, παχαίνοντας τὸ σῶμα καὶ
ἀδιαφορώντας γιὰ τὴν ψυχή; Καὶ γιὰ τὰ ἀναγκαῖα (τὰ πνευματικά) οὔτε νὰ κάνουμε
λόγο, ἐνῶ γιὰ τὰ περιττὰ καὶ τὰ ἀνόητα νὰ δείχνουμε ὅλη τὴ φροντίδα μας. Νὰ
φτιάχνουμε λαμπροὺς τάφους, νὰ ἀγοράζουμε πολυτελέστατα σπίτια, καὶ γιὰ τὴν
ψυχή μας, ποὺ ἔμεινε τελείως ἔρημη νὰ μὴ δείχνουμε καμμιὰ φροντίδα. ... Ἄς
ἀπαλλαγοῦμε λοιπόν ἀπὸ αὐτὴν τὴν φοβερὴ δουλεία κι ἄς γίνουμε ἐπί τέλους
ἐλεύθεροι. Εἶναι ἀπαραίτητο λοιπόν νὰ θελήση καὶ νὰ ποθήση κάποιος μὲ ὅλην του
τὴν ψυχὴ νὰ κόψη αὐτὰ τὰ σχοινιὰ, γιὰ νὰ
μπορέση νὰ γίνη κάτοχος τῆς οὐρανίου πόλεως, τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ». Ἀμήν.
(Εἰς Ἰωάννην, 80,3).
Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου