Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ,
Η «ΚΛΙΜΑΞ» ΚΑΙ Η ΔΙΔΑΧΗ ΠΕΡΙ ΜΝΗΜΗΣ
ΘΑΝΑΤΟΥ
Ἡ περίοδος τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς εἶναι εὐκαιρία
προετοιμασίας γιὰ τὴν λαμπρὴ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, ἀλλὰ καὶ ἰδιαίτερης πνευματικῆς
καλλιεργείας τῶν συνειδητῶν χριστιανῶν. Ἡ πνευματικὴ καλλιέργεια εἶναι ἀπαραίτητη
γιὰ τὴν πνευματική μας τελείωση, γιὰ τὴν αἰώνια σωτηρία μας.
Γιὰ νὰ ἐπιτευχθῆ ἡ σωτηρία μας χρειάζεται νὰ
συνεργήσουν δύο βασικοὶ παράγοντες, ἡ ἄκτιστη θεία χάρις καὶ ὁ προσωπικὸς πνευματικός μας ἀγώνας.
Ὁ Ὀρθόδοξος πνευματικὸς ἀγώνας ἀποτελεῖ τέχνη τεχνῶν
καὶ ἐπιστήμη ἐπιστημῶν, ποὺ χρειάζεται νὰ τὰ διδαχθοῦμε. Ὁ πνευματικὸς ἀγώνας δὲν
διδάσκεται ἁπλῶς μὲ τὸν λόγο, ἀλλὰ κατ’ ἐξοχὴν παραδειγματικά, βιωματικά. Μᾶς τὸν
διδάσκουν οἱ ἅγιοι, οἱ καταξιωμένοι πνευματικοὶ ἀγωνισταί. Δὲν εἶναι καθόλου
τυχαῖο τὸ ὅτι ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, πάντοτε μὲν, ἀλλὰ ἰδιαίτερα αὐτὴν τὴν
περίοδο τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς προβάλλει μεγάλες μορφὲς ἁγίων της,
ποὺ διακρίθηκαν στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες.
Τὴν πρώτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν, Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας,
προβάλλει τοὺς ἁγίους πατέρες, ποὺ καταπολέμησαν τὶς φοβερὲς αἱρέσεις. Τὴν
δεύτερη Κυριακή, Κυριακὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, προβάλλει τὸν μεγάλο ἀγωνιστὴ
τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸν πυρπολητὴ τῶν αἱρέσεων. Τὴν Τετάρτη Κυριακή μνημονεύει τὸν
διδάσκαλο τῆς Ὀρθοδόξου ἀσκητικῆς, τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος. Τὴν Πέμπτη
Κυριακὴ προβάλλει τὴν ἀξεπέραστη ἀσκήτρια καὶ πρωταθλήτρια στὸ ἀγώνισμα τῆς
μετανοίας.
Ἐμεῖς θὰ ἑστιάσουμε τὴν προσοχή μας στὸν τιμώμενο
σήμερα ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος.
Ποιὸς εἶναι ὁ
ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος
Γιὰ τὸν βίο του γνωρίζουμε πολὺ λίγα. Εἶναι ἄγνωστη ἡ
πατρίδα του. Ἴσως, ἰσχυρίζονται κάποιοι, καταγόταν ἀπὸ κάποια νησιωτικὴ ἤ
παραλιακὴ πόλη. Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἔζησε τὸν ἕκτο μ. Χ. αἰώνα καὶ καταγόταν ἀπὸ εὔπορη
καὶ εὐγενικὴ οἰκογένεια, ἡ ὁποία φρόντισε νὰ τοῦ δοθῆ ἀνώτερη μόρφωση.
Ἀπὸ μικρὸς ἀκόμη ὁ Ἰωάννης εἶχε ἰδιαίτερη κλίση πρὸς τὴν
μοναχικὴ ζωή. Σὲ ἡλικία δέκα ἕξ ἐτῶν ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ πῆγε στὴν ἔρημο
τοῦ Σινᾶ. Ἐκεῖ ὑποτάχθηκε στὸν ἀσκητὴ γέροντα Μαρτύριο καὶ καθοδηγήθηκε στὴν
πνευματικὴ ζωή. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Γέροντος ἀποσύρθηκε σὲ σπήλαιο, δύο ὧρες
μακρυὰ ἀπὸ τὸν τόπο συναντήσεως τῆς συνοδείας ἄλλων μοναχῶν καὶ ἐκεῖ ἀσκήθηκε
στὴν ἡσυχία γιὰ σαράντα ὁλόκληρα χρόνια. Ἡ μεγάλη καὶ αὐστηρὴ ἄσκησή του
πλάτυνε τὴν καρδιά του καὶ δέχθηκε πλούσια τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τὸν ἀνέβασε
σὲ κορυφὲς ἁγιότητος καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα, ἀλλὰ καὶ τὸ
χάρισμα τοῦ καθοδηγητοῦ. Ἔγινε ἔτσι, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώκη ἀπλανὴς ὁδηγὸς τῶν
μοναχῶν.
Σὲ μεγάλη ἡλικία τὸν ἐξέλεξαν ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
….. Πρὸς τὸ τέλος ὅμως τοῦ βίου του παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ διακόνημα τοῦ ἡγουμένου
καὶ ἐπέστρεψε στὸ παλαιὸ σπήλαιο, στὴν ἀγαπημένη του ἡσυχία. Ἐκοιμήθη σὲ ἡλικία
75 ἐτῶν τὴν 30η Μαρτίου τοῦ 600 μ. Χ. Ἡ Ἐκκλησία τὸν κατέταξε στὴν χορεία τῶν ὁσίων
καὶ ἑορτάζει τὴν μνήμη του δύο φορὲς τὸν χρόνο, μία τὴν 30στὴ Μαρτίου καὶ μία τὴν
Τετάρτη Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.
Τὸ
πασίγνωστο βιβλίο «Ἡ Κλῖμαξ»
Ὅλη ἡ πνευματικότητα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναῒτου εἶναι
ἀποθησαυρισμένη σ’ ἕνα βιβλίο πολυδιαβασμένο ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς καὶ ἰδιαίτερα
τοὺς μοναχοὺς ὅλων τῶν αἰώνων, ποὺ εἶναι γνωστὸ ὡς «Κλίμαξ».
Ἀφορμὴ γιὰ νὰ γίνη γνωστὸ τὸ ὠφελιμότατο αὐτὸ βιβλίο,
ποὺ ἔθρεψε πνευματικὰ γενεὲς γενεῶν, ὑπῆρξε
ἕνας σύγχρονός του ἀσκητής, ὁ ὅσιος Ἰωάννης, ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ραϊθού.
Αὐτὸς παρεκάλεσε τὸν Ἰωάννη τὸν Σιναῒτη νὰ γράψη τὰ δέοντα γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη ἀσκητικὴ
καλλιέργεια πρὸς ὠφέλειαν τῶν μοναχῶν τῆς
ἱερᾶς του Μονῆς.
Τὸ παράδοξο εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὅταν ἔλαβε τὴν
παράκληση τοῦ ἡγουμένου εἶχε ἕτοιμο τὸ βιβλίο. Τὸ εἶχε ἑτοιμάσει καταγράφοντας
τὶς ἐμπειρίες δεκάδων ἐτῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων.
Ἡ ὀνομασία τοῦ βιβλίου εἶναι ἐμπνευσμένη ἀπὸ τὸ ὅραμα
τοῦ πατριάρχου Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος εἶδε κλίμακα (σκάλα) ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴ γῆ καὶ
κατέληγε στὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ.
Ὡς πρὸς τὴν δομή του, τὸ βιβλίο «Ἡ Κλίμαξ» ἀποτελεῖται
ἀπὸ 30 λόγους, τριάντα βαθμίδες (σκαλοπάτια), ὅσα εἶναι καὶ τὰ χρόνια τοῦ
Χριστοῦ ἐπάνω στὴ γῆ πρὶν ἀπὸ τὴν δημόσια δράση του.
Μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὸ βιβλίο σὲ τέσσερα μέρη:
1) τὴν εἰσαγωγή
(λόγοι 1-7), στὴν ὁποία ὁμιλεῖ γιὰ τὴν
ξενητεία, δηλαδὴ τὴν ἀποξένωση τοῦ μοναχοῦ ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὸ κοσμικό του
φρόνημα, συγχρόνως δὲ καὶ γιὰ τὶς ἀρετές, ποὺ σχετίζονται μὲ αὐτὴν, ὅπως εἶναι ἡ
ὑπακοή, ἡ μετάνοια, ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καὶ ἄλλες.
2) Τὸ Α’ Μέρος
(λόγοι 8-25), στὸ ὁποῖο περιγράφει τὰ
φοβερὰ πάθη, ὅπως εἶναι ἡ ὀργή, ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ γαστριμαργία, ἡ φιληδονία, ἀλλὰ
καὶ τὶς ἀντίστοιχες ἀρετές, ὅπως ἡ ἀοργησία, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἁγνεία.
3) Τὸ Β’ Μέρος
(λόγος 26), στὸ ὁποῖο περιγράφει τὴν ἀρετὴ
τῆς διακρίσεως τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀρετῶν.
4) Τὸ Γ’ Μέρος
(λόγοι 27-30), στὸ ὁποῖο περιγράφει
τοὺς καρποὺς τῆς πνευματικῆς ἀσκήσεως, τὴν ἡσυχία, τὴν προσευχὴ, τὴν ἀπάθεια.
Τὰ τρία αὐτὰ κύρια μέρη τῆς «Κλίμακος» ἀντιστοιχοῦν στὰ
τρία στάδια τῆς πνευματικῆς πορείας τοῦ χριστιανοῦ, α) στὴν κάθαρση ἀπὸ τὰ
πάθη, β) στὸν φωτισμὸ ποὺ φέρει τὴν διάκριση καὶ γ) στὴ θέωση, ποὺ ἔχει ὡς
γνώρισμα τὴν ἀπάθεια.
Θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθῶ περιληπτικὰ σὲ ἕνα ἀπὸ τοὺς
παραπάνω λόγους ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου γιὰ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου.
Περὶ μνήμης
θανάτου
Τὶ εἶναι ἡ μνήμη τοῦ θανάτου; Τὸ νὰ ἔχη ὁ χριστιανὸς
διαρκῶς στὸν νοῦ του τὸν θάνατο. Εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ
πιστεύει ὁ μακρὰν τοῦ Θεοῦ κόσμος, ὁ ὁποῖος δὲν θέλει οὔτε τὴ λέξη θάνατος νὰ
προφέρη. Εἶναι πολὺ γνωστὴ ἡ συνηθισμένη φράση τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων, ὅταν ἀναγκάζονται
νὰ ἀναφερθοῦν στὸν θάνατο, «χτύπα ξύλο».
Ἀντίθετα ὁ μοναχὸς καὶ ὁ κάθε συνειδητοποιημένος
χριστιανὸς προσπαθεῖ νὰ πορεύεται στὸν βίο του διαρκῶς ἐνθυμούμενος τὸν θάνατο.
Αὐτὸ ἔκαναν καὶ κάνουν πολλοὶ μοναχοί· ἐπισκέπτονται συχνὰ τὸ κοιμητήριο, ἐνῶ ἄλλοι
διατηροῦν νεκροκεφαλὲς στὰ κελιά τους, τοποθετημένες σὲ περίοπτη θέση.
Τὸ νὰ θυμᾶται κάποιος συνεχῶς τὸν θάνατο δὲν εἶναι εὔκολο.
Ὑπάρχει σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους μία δειλία στὸ θέμα αὐτὸ ἐξ αἰτίας τῆς παρακοῆς
τῶν πρωτοπλάστων, ἀλλὰ καὶ ἕνας φόβος ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν
κόλαση. Ὅμως ἡ ἀπόφαση νὰ διατηροῦμε τὴν μνήμη τοῦ θανάτου ἔχει εὐεργετικὰ ἀποτελέσματα
γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος.
Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση. Μᾶς
προσγειώνει. Μᾶς βοηθεῖ νὰ παραδεχθοῦμε ποιοὶ πραγματικὰ εἴμαστε, μικροί, ἀνίσχυροι,
φθαρτοὶ καὶ θνητοί καὶ νὰ κατανοήσουμε αὐτὸ ποὺ ψάλλουμε στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία: «Πάντα ματαιότης τὰ ἀνθρώπινα ὅσα οὐχ ὑπάρχει
μετὰ θάνατον».
Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου μᾶς διδάσκει τὴν ἀπάθεια. Εἶναι
γνωστὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Γέροντος, ποὺ γιὰ νὰ διδάξη στὸν ἀρχάριο ὑποτακτικό
του τὶ εἶναι ἡ ἀπάθεια τὸν ἔστειλε στὸ κοιμητήριο γιὰ νὰ ἀπευθυνθῆ στοὺς
κεκοιμημένους καὶ τὴν μὲν πρώτη φορὰ νὰ τοὺς ἀπευθύνη λόγια κολακευτικά, τὴν δὲ
δεύτερη λόγια προσβλητικὰ καὶ ὕβρεις. Ὅταν ἐπέστρεψε κοντά του τὸν ρώτησε, τὶ ἀπάντηση
πῆρε. Ἐκεῖνος ἀπήντησε ὅτι δὲν πῆρε καμμία ἀπάντηση, δὲν εἶχε καμμία ἀντίδραση.
Ἡ τελικὴ διδαχὴ τοῦ Γέροντα ἦταν ὅτι αὐτὸ σημαίνει ἀπάθεια. Δίδαξε τὴν ἀπάθεια
μὲ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου.
Πόσο στ’ ἀλήθεια σήμερα μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήση
πνευματικὰ ἡ φοβερὴ λαίλαπα τοῦ κορωναϊοῦ, ποὺ κάθε ὥρα μᾶς θυμίζει τὸν θάνατο,
ὁ ὁποῖος ἀπειλεῖ ὄχι μόνον τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ καὶ τὸν καθένα μας!
Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν πλούσια
θεία χάρη, ποὺ λαμβάνουν, φθάνουν σὲ ἕνα ἄλλο σημεῖο πνευματικῆς καταστάσεως, νὰ
ἐπιθυμοῦν τὸν θάνατο, γιὰ νὰ εἶναι διαρκῶς καὶ τέλεια κοντὰ στὸν Κύριό τους. Ἔτσι
ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπιθυμοῦσε καὶ εὐχόταν «εἰς
τὸ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι»(Φιλιπ.
1,23). Ὁ σύγχρονός μας ἅγιος Παΐσιος, ὅταν τὸν
πληροφόρησαν ὅτι ἔχει καρκίνο, ἀπάντησε
«φέρτε μου ἕνα μαντήλι
καλαματιανό, νὰ στήσω τὸν χορό».
Θὰ τελειώσω μὲ μία ἀξιοπαρατήρητη καὶ ὠφελιμότατη
συμβουλὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος: «Ἄν
θέλουμε νὰ περάσουμε ἀναμάρτητα καὶ μὲ εὐσέβεια τὴν σημερινὴ ἡμέρα, ἄς τὴν
λογαριάζουμε ὅτι εἶναι ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς ζωῆς μας».
π.
Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου
Παραθέτουμε τόν ἕκτο λόγο «Περί μνήμης θανάτου»
τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος σέ μετάφραση.
,ΛΟΓΟΣ ΕΚΤΟΣ
Περί μνήμης θανάτου
1. Πρίν
από κάθε λόγο προηγείται η σκέψις. Έτσι και η μνήμη του θανάτου και των
αμαρτιών μας προηγείται από τα δάκρυα και το πένθος. Διά τούτο και τα
ετοποθετήσαμε στην φυσική τους θέσι και σειρά του λόγου.
2. Η μνήμη
του θανάτου είναι καθημερινός θάνατος. Και η μνήμη της εξόδου μας από την ζωή
αυτή, είναι συνεχής στεναγμός.
3. Η
δειλία του θανάτου είναι φυσικό ιδίωμα του ανθρώπου, το οποίον οφείλεται στην
παρακοή του Αδάμ. Ο τρόμος όμως του θανάτου αποδεικνύει ότι υπάρχουν αμαρτίες
για τις οποίες δεν εδείχθηκε μετάνοια.
4.
Δειλιάζει ο Χριστός εμπρός στον θάνατο, αλλά δεν τρέμει, για να δείξη καθαρά τα
ιδιώματα των δύο Του φύσεων, (θείας και ανθρώπινης).
5. Όπως ο
άρτος είναι αναγκαιότερος από κάθε άλλη τροφή, έτσι και η σκέψις του θανάτου
από κάθε άλλη πνευματική εργασία.
6. Η μνήμη
του θανάτου σ΄αυτούς που ζουν στο Κοινόβιο δημιουργεί κόπους, λεπτολόγησι των
αμαρτιών τους και γλυκειά υποδοχή των «ατιμιών». Ενώ στους ησυχαστάς πού ζούν
μακρυά από θορύβους προξενεί απελευθέρωσι από βιοτικές φροντίδες, αδιάλειπτη
προσευχή και φυλακή του νου – αρετές πού είναι και μητέρες και θυγατέρες της
μνήμης του θανάτου.
7. Όπως
ξεχωρίζει ο κασσίτερος από το ασήμι, όσο και αν ομοιάζουν εξωτερικά, έτσι είναι
καταφανής και έκδηλη στους διακριτικούς η φυσική από την παρά φύσιν δειλία του
θανάτου.
8. Αληθής
απόδειξις εκείνων πού με όλη τους την καρδιά συναισθάνονται και ενθυμούνται τον
θάνατο είναι η θεληματική απροσπάθεια προς κάθε κτίσμα και η τελεία απάρνησις
του ιδίου θελήματος.
Εκείνος πού καθημερινά περιμένει τον θάνατο είναι
οπωσδήποτε δόκιμος και σπουδαίος αγωνιστής. Ενώ εκείνος πού τον επιθυμεί κάθε
ώρα είναι άγιος.
9. Δεν
είναι πάντοτε καλή η επιθυμία του θανάτου. Υπάρχουν βέβαια εκείνου πού
αμαρτάνουν συνεχώς παρασυρόμενοι από την κακή συνήθεια και οι οποίοι ζητούν με
ταπείνωσι τον θάνατο (για να παύσουν πλέον να αμαρτάνουν).
Υπάρχουν όμως και αυτοί πού δεν αποφασίζουν να
μετανοήσουν και πού επικαλούνται τον θάνατο από απελπισία.
Είναι ακόμη και εκείνοι πού έχουν την υπερήφανη ιδέα
για τον εαυτό τους ότι έγιναν απαθείς, και άρα δεν φοβούνται πλέον τον ερχομό
του θανάτου.
Υπάρχουν τέλος και άλλοι -εάν βέβαια υπάρχουν τέτοιοι
και στην εποχή μας- οι οποίοι επιζητούν να εκδημήσουν (προς Κύριον), διότι τους
παρακινεί η μυστική ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.
10.
Μερικοί ευσεβείς έχουν την απορία και ζητούν να μάθουν, γιατί άραγε, αφού τόσο
πολύ μας ευεργετεί η μνήμη του θανάτου, ο Θεός μας απέκρυψε την ώρα του, χωρίς
να καταλαβαίνουν ότι με αυτόν ακριβώς τον τρόπο ο Θεός επιτυγχάνει θαυμάσια την
σωτηρία μας!
Διότι κανείς δεν θα προσερχόταν αμέσως στο βάπτισμα ή
στην μοναχική πολιτεία, εάν εγνώριζε την ώρα του θανάτου του. Θα περνούσε όλες
τις ημέρες της ζωής του μέσα στην αμαρτία και μόνο όταν πλησίαζε η ώρα του
θανάτου του θα έτρεχε προς το βάπτισμα και την μετάνοια. Εφ΄όσον όμως θα είχε
ζυμωθή με την κακία, από την μακροχρόνιο συνήθεια, θα έμενε τελείως αδιόρθωτος.
11. Όταν
πενθής για τις αμαρτίες σου, μην ακούσης ποτέ τον «κύνα» εκείνον, ο οποίος σου
παρουσιάζει τον Θεόν φιλάνθρωπο. Διότι ο σκοπός του είναι να βγάλη από μέσα σου
το πένθος και τον «άφοβον φόβο» [1]. Μην τον ακούσης, παρά μόνο όταν
τυχόν ιδής τον εαυτόν σου να παρασύρεται σε βαθειά απόγνωσι.
12. Αυτός
που θέλει να διατηρή πάντοτε μέσα του την μνήμη του θανάτου και της Κρίσεως του
Θεού, ενώ συγχρόνως αφίνει τον εαυτό του να περισπάται σε φροντίδες και
μέριμνες υλικές, ομοιάζει με εκείνον πού ενώ κολυμβά, θέλει ταυτόχρονα να κτυπά
παλαμάκια.
13. Η
ζωηρά μνήμη του θανάτου ολιγοστεύει τα φαγητά. Και όταν περικόπτωνται με
ταπεινοσύνη τα φαγητά, κόπτονται μαζί και τα πάθη.
14. Η
αναλγησία (σκληρότης) της καρδιάς φέρνει πώρωσι στον νου, και τα πολλά φαγητά
ξηραίνουν τις πηγές των δακρύων. Η δίψα και η αγρυπνία πιέζουν την καρδιά. Και
όταν πιεσθή η καρδιά, εκπηδούν τα δάκρυα.
15. Αυτά
που είπαμε, στους γαστριμάργους φαίνονται σκληρά, ενώ στους οκνηρούς απίστευτα.
Ο «πρακτικός» όμως άνθρωπος θα τα δοκιμάση και θα τα βρή με προθυμία. Αυτός πού
θα τα βρή και θα τα γευθή, θα χαμογελάση ικανοποιημένος. Ενώ εκείνος πού ακόμη
τα αναζητεί, θα σκυθρωπάση περισσότερο.
16. Οι
Πατέρες ορίζουν ότι η τελεία αγάπη είναι «άπτωτος», (διότι μας προστατεύει από
κάθε πτώσι). Παρόμοια και εγώ ορίζω ότι η τελεία συναίσθησις του θανάτου είναι
«άφοβος», (διότι μας απαλλάσσει από κάθε άλλο φόβο).
17. Ο νους
του «πρακτικού» μπορεί να ασκή πολλών ειδών εργασίες. Να σκέπτεται δηλαδή την
αγάπη προς τον Θεόν, να ενθυμήται τόν Θεόν, να ενθυμήται την ουράνιο βασιλεία,
να ενθυμήται τον ζήλο των Μαρτύρων, να ενθυμήται ότι ο Θεός είναι πανταχού
παρών, όπως ο Ψαλμωδός πού έλεγε, «προωρώμην τον Κύριον» κλπ.(Ψαλμ.ιε΄ 8).
Να ενθυμήται ακόμη τους αγίους αγγέλους, τον χωρισμό της ψυχής του από το σώμα,
την συνάντησι με τα τελώνια του αέρος, την απόφασι του Κριτού, την κόλασι.
Από μεγάλες εργασίες αρχίσαμε, (όπως είναι η αγάπη του
Θεού), και καταλήξαμε σ΄αυτές που μας προστατεύουν από πτώσεις, (όπως είναι ο
φόβος της κολάσεως).
18. Κάποια
φορά ένα Αιγύπτιος μοναχός μού διηγήθηκε τα εξής: «Αφ΄ότου παγιώθηκε δυνατά
μέσα στην καρδιά μου η μνήμη του θανάτου, (δεν είχα καθόλου όρεξι για φαγητό).
Και κάποτε πού χρειάσθηκε να παρηγορήσω λίγο το πήλινο σώμα μου,. Η μνήμη αυτή
σαν δικαστής μού το απηγόρευσε. Και το πλέον αξιοθαύμαστο είναι ότι, παρ΄όλο
που προσεπάθησα, δεν κατόρθωσα να την αποδιώξω».
19. Ένας
άλλος πού ασκήτευε εδώ στην περιοχή που ονομάζεται Θολάς, πολλές φορές με την
σκέψι του θανάτου εγινόταν εκτός εαυτού. Και σαν λιπόθυμο ή επιληπτικό τον
ανεσήκωναν, αναίσθητο σχεδόν, οι εκεί ευρισκόμενοι αδελφοί.
20. Δεν θα
παραλείψω να σου παρουσιάσω και την ιστορία του Ησυχίου του Χωρηβίτου. Αυτός
ζούσε αμελέστατα χωρίς το παραμικρό ενδιαφέρον για την ψυχή του. Κάποτε λοιπόν
συνέβη να ασθενήση βαρύτατα και να φθάση στο σημείο, ώστε επί μία ώρα ακριβώς
να φαίνεται ότι απέθανε.
Συνήλθε όμως πάλι, οπότε μας ικετεύει όλους να φύγωμε
αμέσως. Και αφού έκτισε την πόρτα του κελιού του, έμεινε κλεισμένος μέσα δώδεκα
χρόνια, χωρίς να ομιλήση καθόλου με κανένα. Όλο αυτό το διάστημα δεν γευόταν
τίποτε άλλο, εκτός από ψωμί και νερό. Καθόταν μόνο εκστατικός εμπρός σε εκείνα
πού είδε στην έκστασί του. Τόσο πολύ σκεπτικός, ώστε ποτέ πλέον δεν άλλαξε η
έκφρασίς του. Και πάντοτε σαν αφηρημένος, χύνοντας αθόρυβα και συνεχώς θερμά
δάκρυα.
Μόνο όταν πλησίασε η ώρα του θανάτου του, αποφράξαμε
την πόρτα και εισήλθαμε μέσα. Και αφού πολύ τον παρακαλέσαμε, τούτο μόνο είπε:
«Συγχωρήστε με, αδελφοί. Αυτός που εγνώρισε τι σημαίνει μνήμη θανάτου, δεν θα
μπορέση ποτέ πλέον να αμαρτήση». Εμείς εθαυμάζαμε βλέποντας τον άλλοτε αμελέστατο
να έχη μεταμορφωθή τόσο απότομα με την μακαριστή αυτή αλλαγή και μεταμόρφωσι.
Και αφού τον εθάψαμε με ευλάβεια στο κοιμητήριο πού ευρίσκεται κοντά στο
κάστρο, ύστερα από μερικές ημέρες αναζητήσαμε το άγιό του λείψανο, αλλά δεν τον
ευρήκαμε. Με το θαυμαστό αυτό σημείο ο Κύριος επληροφόρησε πόσο ευάρεστα
δέχθηκε την επιμελημένη και αξιέπαινη μετάνοιά του, όλους εκείνους πού θα
απεφάσιζαν να διορθωθούν, ύστερα και από πολλή ακόμη αμέλεια.
21.
Μερικοί θεωρούν ότι η θαλασσία άβυσσος δεν έχει όρια. Και την ονομάζουν περιοχή
απύθμενον. Παρόμοια και η σκέψις του θανάτου δημιουργεί στην ψυχή τέτοια
κατάστασι, ώστε και η αγνότης και η έν γένει πνευματική εργασία να
παρουσιάζεται άφθαστος, (χωρίς τέρμα δηλαδή). Αυτό το επιβεβαιώνει και ο
προηγούμενος Όσιος. Όσοι τον μιμούνται, προσθέτουν φόβο στον φόβο, ακατάπαυστα,
μέχρις ότου εξαντληθή και αυτή η δύναμις των οστών τους.
22. Ας
βεβαιωθούμε ότι και τούτο είναι δώρον Θεού, μέσα σε όλα τα αγαθά Του. Αρκεί να
σκεφθούμε ότι πολλές φορές, αν και πλησιάζομε σε τάφους, είμαστε αδάκρυτοι και
ασυγκίνητοι. Ενώ αντίθετα πολλές φορές, χωρίς να αντικρύζωμε κάτι παρόμοιο,
κατανυσσόμεθα.
23. Όποιος
νεκρώθηκε για όλα τα γήϊνα, αυτός ενθυμείται τον θάνατο. Εκείνος όμως πού
διατηρεί μαζί τους δεσμούς δεν ευκαιρεί για κάτι τέτοιο, αφού άλλωστε με την
συμπεριφορά του γίνεται ο ίδιος εχθρός του εαυτού του.
24. Μη
θέλης να δείχνης σε όλους με λόγια την αγάπη σου, αλλά καλύτερα ζήτει από τον
Θεόν να τους την φανερώση εκείνος με τρόπο μυστικό. Διαφορετικά δεν θα σου
επαρκέση ο χρόνος και για συνομιλίες και για κατάνυξι.
25. Μην
απατάσαι, ανόητε εργάτη, ότι με τον επόμενο χρόνο θα αναπληρώσης τον χρόνο πού
έχασες. Διότι και της κάθε ημέρας ο χρόνος δεν επαρκεί ώστε να εκπληρώσωμε όπως
πρέπει τις καθημερινές μας υποχρεώσεις προς τον Δεσπότη.
26. Δεν
είναι δυνατόν, είπε κάποιος, δεν είναι δυνατόν να περάσουμε με ευλάβεια την
σημερινή ημέρα, εάν δεν την λογαριάσωμε σαν την τελευταία της ζωής μας. Και
είναι αξιοθαύμαστο, ότι κάτι παρόμοιο εξέφρασαν και οι Έλληνες φιλόσοφοι, οι
οποίοι εχαρακτήρισαν την φιλοσοφία «μελέτη θανάτου».
Βαθμίς έκτη! Όποιος την ανέβηκε, δεν πρόκειται πλέον
να αμαρτήση, εφ΄ όσον ασφαλώς είναι αληθινός ο λόγος εκείνος της Γραφής:
«Μιμνήσκου τά έσχατά σου, και είς τον αιώνα ού μη αμάρτης» (Σοφ.
Σειράχ ζ΄ 36).
(Ἀπὸ τὴν Ἱ. Μονὴ Παρακλήτου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου