Σελίδες

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Ἀρχ. Αὐγουστίνου Γ. Μύρου "Συμπόρευση πρός τό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ"


ΣΥΜΠΟΡΕΥΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΘΟΣ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Μέ τήν χάρη τοῦ πολυεύσπλαχνου Θεοῦ καί μέ τίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχουμε ἤδη διανύσει τό μεγαλύτερο διάστημα τῆς Ἁγίας Τεσ­σαρακοστῆς. Ἐφθάσαμε στήν Ε' Κυριακή τῶν Νηστειῶν. Δέν μᾶς ἀπομένει παρά μό­νον μία ἑβδομάδα γιά νά εἰσέλθουμε στήν Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάδα, τήν τελική εὐθεία τῆς πνευματικῆς μας πορείας πρός τό Γολγοθᾶ, πρός τό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Στήν πραγματικότητα ὅλος ὁ ἐπίγειος βίος τοῦ Χρι­στοῦ εἶναι μία πορεία πρός τό Πάθος καί τήν Ἀνά­στασή Του.
Ὁ χρόνος τῶν παθημάτων τοῦ Θεανθρώπου ἦταν ὡρισμένος μέσα στό σχέδιό Του. Βλέποντας, λοιπόν, νά πλησιάζῃ ἡ ὥρα Του, ὁ Κύριος «ἐστήριξε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ τοῦ πορεύεσθαι εἰς Ἱερουσαλήμ» (Λκ 9,51). Παρ' ὅλο ὅτι γνώριζε μέ ἀκρίβεια τί τόν περιμένει πῆρε τή στερεά καί ἀκλόνητη ἀπόφαση νά πορευθῇ στά Ἱεροσό­λυμα. Καί πορεύεται γιά τελευταία φορά. Μέ τόση μά­λιστα ἀποφασιστικότητα, ὥστε προπορεύεται τῶν μα­θητῶν του. «Καὶ ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, (Μρκ. 10,32) σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής.
Ἡ εὐαγγελική αὐτή διήγηση φέρνει στό νοῦ μας τήν ἱστορία τοῦ καλοῦ ποιμένος. «Ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός. ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων·» (Ἰω. 10,11). Αὐτός πού προπορεύεται τῶν λογικῶν προβάτων καί βαδίζει πρός τή θυσία, πρός τό Σταυρό καί τόν θάνατο.
Ἦταν πολλές φορές πού ἡ μικρή ὁμάδα τῶν μαθη­τῶν εἶχε περπατήσει μαζί του τόν ἴδιο δρόμο πηγαί­νοντας στά Ἱεροσόλυμα. Αὐτή ὅμως ἡ φορά εἶναι δια­φορετική, εἶναι ἡ τελευταία γιά τόν Ἰησοῦ. Τί νά σκέ­πτεται ἄραγε; Τί νά αἰσθάνεται; Ὡς ἄνθρωπος ἔχει καί μνήμη καί κρίση καί συναίσθημα. Καί μαζί μέ ὅλα μία πολύ εὐαίσθητη καρδιά, ἐντελῶς ἀνέγκιχτη ἀπό τήν ἁμαρτία, γιά νά αἰσθάνεται τήν κακία τῶν ἀνθρώπων σ' ὅλο της τό βάθος.
Εἶναι ἄνοιξη. Γύρω του ἡ φύση - αὐτή ἡ φύση πού ἔπλασε ὁ ἴδιος - τοῦ χαμογελᾶ ἀνθισμένη, στήν καλύτε­ρη ἐμφάνισή της. Ὁ δρόμος γνωστός, πολυπερπατημένος. Κι Ἐκεῖνος πορεύεται. Σέ κάποια στιγμή σταματᾶ. Παίρνει τούς Δώδεκα παράμερα καί τούς λέγει καθαρά τί πρόκειται νά τοῦ συμβῇ: «Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.» (Μρκ. 10, 33-34).
Οἱ μαθηταί δέν καταλαβαίνουν πολλά. Δέν μποροῦν νά εἰσχωρήσουν στό βάθος τῶν ἀποκαλύψεων γιά τό πάθος. Μέσα τους κυριαρχοῦν ἀκόμη οἱ ἑρμηνεῖες γιά τόν Μεσσία, πού τόν βλέπουν σάν πανίσχυρο ἐπίγειο ἄρχοντα. Ὅμως τόν πιστεύουν καί τόν ἀκολουθοῦν ἔκθαμβοι.
Τίς ἴδιες ὧρες τά πλήθη τῶν συμπατριωτῶν τους, οἱ πιό πολλοί Ἰουδαῖοι ζοῦν τήν καθημερινή συμβατική τους ζωή: Συζητοῦν, ζητοῦν νά μάθουν τά τελευταῖα νέα, κρίνουν καί κατακρίνουν, πωλοῦν καί ἀγοράζουν, ἐπιχειροῦν νά ἐπιτελέσουν μέ ἀκρίβεια τά τυπικά κα­θήκοντα τοῦ Νόμου. Τίς ἴδιες ὧρες οἱ ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, οἱ Γραμματεῖς, οἱ Φαρισαῖοι, οἱ Ἀρχιερεῖς μελετοῦν καί σχεδιάζουν τήν προδοσία, τή σύλληψη καί τήν καταδίκη τοῦ Ἰησοῦ.
Αὐτές τίς ἴδιες ὧρες κάποιες ἐκλεκτές ψυχές, ἔστω κι ἄν δέν ἔχουν συλλάβει τέλεια τό νόημα τῆς παρου­σίας καί τοῦ ἔργου του, ἐπέλεξαν νά συμπορεύονται μαζί του. Εἶναι οἱ μαθηταί καί κάποιες μαθήτριες, γιά τίς ὁποῖες ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι τόν ἀκολουθοῦσαν καί τόν διακονοῦσαν, καθώς καί ἄλλες πολλές, «αἱ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα.» (Μρκ. 15,41).
Ὁ μελλοθάνατος Μεσσίας πορεύεται στό δρόμο του, χωρίς νά ἀναγκάζῃ κανέναν νά τόν ἀκολουθήσῃ. Δέν στρατολογεῖ ἀναγκαστικά, ὅπως οἱ ἄρχοντες τοῦ κό­σμου. Σέβεται πρῶτος αὐτός τήν ἐλευθερία, πού ὁ ἴδιος χάρισε στά πλάσματά του. Ὅσοι τόν ἀκολουθοῦν τό κάνουν ἀπό δική τους ἐλεύθερη ἐπιλογή. Τόν ἀκολου­θοῦν, ἐπειδή ἐλεύθερα διάλεξαν νά τόν ἀγαποῦν.
Ἐδῶ ἀκριβῶς τίθεται τό οὐσιαστικότερο ἐρώτημα: Πῶς ἐμεῖς, πού ζοῦμε εἴκοσι αἰῶνες ἀργότερα, πῶς μποροῦμε νά συμπορευθοῦμε μέ τόν Ἰησοῦ; Πῶς μπο­ροῦμε νά τόν ἀκολουθήσουμε στήν πορεία του πρός τό Πάθος; Πῶς εἶναι δυνατόν νά σταυρωθοῦμε καί νά πε­θάνουμε μαζί του, ὥστε καί νά ἀναστηθοῦμε μαζί του;
Τήν ἀπάντηση μᾶς τή δίνει ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅταν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὁμιλοῦμε γιά τά σεπτά πάθη καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, δέν τά ἀντιμετωπίζουμε μόνον ὡς γεγονότα τῆς ἱστορίας, δη­λαδή τοῦ παρελθόντος, ὡς κάτι ποὺ ἔγινε καὶ ἔμεινε στὴν ἱστορία, ἀλλά καί ὡς γεγονότα τοῦ πα­ρόντος καί τοῦ μέλλοντος. Αὐτή τήν ἐμπειρία ἡ Ἐκ­κλησία τήν ἐκφράζει στή λατρευτική της πράξη. Πολύ συχνά συναντοῦμε στούς ὕμνους τῶν ἀκολουθιῶν τῶν ἡμερῶν αὐτῶν ἐκφράσεις πού τονίζουν ὅτι τά γεγονό­τα, στά ὁποῖα ἀναφέρονται, εἶναι γεγονότα ὄχι ἁπλῶς τῆς ἱστορίας, ἀλλὰ τοῦ παρόν­τος. Ἀναφέρω ἐπιλεκτικά μερικά παραδείγματα: «Τὰ πάθη τὰ σεπτὰ ἡ παροῦσα ἡμέρα, ὡς φῶτα σωστικά, ἀνατέλλει τῷ κόσμῳ...» (Κάθισμα Ὄρθρου Μ. Δευτέρας ). «Σήμερον τὸ κατὰ τοῦ Χριστοῦ πονηρὸν συνήχθη συνέδριον… Σήμερον τὴν τῶν χρημάτων ἀγχόνην, Ἰούδας ἑαυτῷ περιτίθησι… Σήμερον Καϊάφας, ἄκων προφητεύει...» (Ἀπόστιχον Ὄρθρου Μ. Πέμπτης  ) «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας....» (Ἀντίφωνον Ὄρθρου Μ. Παρασκευῆς ).
Ἡ πρακτική αὐτή τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας μᾶς ἀποκαλύπτει μία μεγάλη ἀλήθεια: Ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος πορεύεται πάντοτε πρός τό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση. Κι αὐτό ἰσχύει πράγματι, ἀφοῦ ὁ «Ἰησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον, ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,18).
Ἐμεῖς πάλι, μέ τή βοήθεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς λα­τρευτικῆς ζωῆς, ζοῦμε τά γεγονότα τῶν Παθῶν καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στό δικό μας παρόν. Κι αὐ­τό δέν εἶναι μία αὐταπάτη. νά νομίζουμε δηλαδή ὅτι τά ζοῦμε. Οὔτε πάλι ὁ ἑορτασμός τους εἶναι μία ἁπλῇ συμβολική ἀναπαράσταση. Ἀντίθετα, μέ τή λατρευτική ζωή ἔχουμε μία μυστική συμμετοχή σέ πραγματικά γε­γονότα. Συμπορευόμαστε, συσταυρωνόμαστε, πεθαίνουμε καὶ ἀνασταινόμαστε μαζί μέ τόν Χριστό.
Αὐτό γίνεται κατανοητό ὅταν γνωρίζουμε ὅτι ἡ Ἐκ­κλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Τότε ὁ Χριστός εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Χριστός καί Ἐκκλησία δέν χωρίζονται. Ὅπου ἡ Κεφαλή ἐκεῖ καί τό Σῶμα. Ὅπου τό Σῶμα ἐκεῖ καί ἡ Κεφαλή.
Σήμερα ὁ Χριστός πορεύεται πραγματικά πρός τά Ἱεροσόλυμα, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι τό Σῶμα του πορεύεται αὐτόν τόν ἴδιο δρόμο.
Πῶς τώρα μποροῦμε νά ἀντιληφθοῦμε πιό συγκεκρι­μένα καί νά δείξουμε χειροπιαστά αὐτή τή συμπόρευσή μας μέ τό Χριστό, τή συμμετοχή μας στά πάθη, στόν θάνατο καί στήν Ἀνάστασή του;
Ἀκολουθώντας τούς ἀποστόλους καί τούς ἁγίους Πα­τέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μποροῦμε νά τήν ἐντοπίσου­με στή σχέση μας μέ τρία καίρια ἐκκλησιαστικά μυ­στήρια, τοῦ Βαπτίσματος, τῆς Μετανοίας καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας.
Στό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος συμβαίνει ἕνας ἀληθινός θάνατος καί μία πραγματική γέννηση. Ὁ θάνατος τοῦ παλαιοῦ ἀνθ­ρώπου, τῆς φθαρτῆς φύσεως, πού μᾶς ἔδωκαν οἱ γεν­νήτορες, καί ἡ γέννηση μιᾶς νέας δημιουργίας, μιᾶς καινῆς κτίσεως. Ἡ ἀναγέννηση αὐτή συντελεῖται πραγματικά, καθώς βαπτιζόμενοι συμμετέχουμε στή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Μέ τήν ἀπόταξη τοῦ σατανᾶ, μέ τή σύνταξή μας στήν παράταξη τοῦ Χριστοῦ, καί μέ τήν ὁμολογία τῆς πίστεως προσανατολίζουμε τήν πορεία μας πρός τήν κατεύθυνση πού πορεύεται ὁ Χριστός καί ταυτίζουμε τό θέλημά μας μέ τό θέλημα τό δικό του. Μέ τήν τριττή κατάδυση στό ἁγιασμένο νερό τῆς κολυμβήθρας συμμετέχουμε μυστηριακά σέ κάθε γεγονός τῆς δι­κῆς του ζωῆς. Σταυρωνόμαστε, πεθαίνουμε κι ἀνασται­νόμαστε μαζί του. Εἶναι αὐτό πού τόσο ζωντανά περι­γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἀδελφοί, ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθημεν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν.... Εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, πιστεύομεν ὅτι καὶ συζήσομεν αὐτῷ...» (Ρωμ. 6, 3-11).
Τό μυστήριο τῆς Μετανοίας ἔχει σχέση μέ τά ἀποτε­λέσματα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία ὡς διασπαστική ἐνέργεια καταστρέφει ἄλλοτε σέ μικρότερο καί ἄλλοτε σέ μεγαλύτερο βαθμό τίς ἁρμονικές σχέσεις πού δη­μιουργήθηκαν ἀνάμεσα στόν πιστό χριστιανό καί στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, τήν ὥρα τοῦ βαπτί­σματος. Ἡ ἐπανασύνδεση τότε εἶναι ἀναγκαία. Κι αὐτό ἐπι­τυγχάνεται μέ τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως ἤ τῆς Μετανοίας, πού στήν πραγματικότητα εἶναι μία συνέ­χεια τοῦ Βαπτίσματος ἤ ἕνα δεύτερο Βάπτισμα. Μετά­νοια σημαίνει θάνατος γιά τό κακό καί πίστη στό εὐαγγέλιο, σημαίνει ἀνάσταση, ἐπανασύνδεση μέ τό ἀνα­στημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Τέλος, μέ τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἐπι­σφραγίζεται ἡ ἐνσωμάτωση τοῦ πιστοῦ στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἐκφράζεται ἡ τέλεια ἑνότητα μαζί του. Ὅπως τό εἶπε ὁ Χριστός «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ.» (Ἰω 6,56). Κάθε φορά πού ἀξιωνόμαστε νά κοινωνή­σουμε τά ἄχραντα μυστήρια ἐπιβεβαιώνουμε αὐτή τήν ἐσώτατη σχέση, τήν ἀληθινή συνάφεια μέ τόν Χριστό καί τήν πραγματικότητα ὅτι εἴμαστε ὄντως μέλη τοῦ Σώματός του. Δέν μπορεῖ κάποιος νά κοινωνήσῃ, ἐάν δέν εἶναι πλήρως ἐνωμένος μέ τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ὁ αἱρετικός ἤ ὁ ἀμετανόητος ἁμαρτωλός.
Κάθε χριστιανός, λοιπόν, πού βαπτίστηκε, πού με­τανοεῖ καί ἐξομολογεῖται, πού κοινωνεῖ τακτικά, προσεκτικὰ καί προετοιμασμένα τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, αὐτός παραμένει ἄρρη­κτα, ὀργανικά ἐνωμένος μαζί του. Κι ἔτσι συμπορεύεται μαζί του στὸν θάνατο καί στήν ἀνάσταση.
Ὁ Χριστός στήν ἱστορική πορεία μαζί μέ τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας προδίδεται, περιπαίζεται, μαστιγώνεται, καταδικάζεται, σταυρώνεται, ποτίζεται μέ ὄξος και χο­λή, πεθαίνει, θάπτεται. Σ' αὐτά τά πάθη συμμετέχει ὁλόκληρο τό Σῶμα, ὅλα τά μέλη τοῦ Σώματος, ὅλοι οἱ πιστοί ὅλων τῶν αἰώνων. Ὁ κάθε πιστός συμμετέχει σέ ὅλα τά μαρτύρια τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ κα­θώς τό λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «καὶ εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη, εἴτε δοξάζεται ἓν μέλος, συγχαίρει πάντα τὰ μέλη.» (Α' Κορ. 12, 26).
Ὅταν, λοιπόν, ὁμιλοῦμε γιά συμπόρευση μέ τόν Ἰη­σοῦ καί γιά συμμετοχή στό Πάθος καί στήν Ἀνάστασή Του, δέν ἐννοοῦμε μία συμβολική, θεωρητική, ἀκολουθία τοῦ Ἰησοῦ, πού πρίν ἀπό 2.000 χρόνια πορεύθηκε γιά τελευταία φορά τό δρόμο πρός τά Ἱεροσόλυμα. Οὔτε ἐννοοῦμε ἁπλῶς μία συναισθηματική συμπόρευση, πού θά πλημμυρίσῃ τά μάτια μας μέ δάκρυα καθώς θά ἀντικρύσουμε μπροστά μας τόν Ἐσταυρωμένο τό βράδυ τῆς Μ. Πέμπτης ἤ καθώς θά ἀκολουθοῦμε τήν περιφο­ρά τοῦ ἐπιταφίου τήν Μ. Παρασκευή.
Ἡ συμπόρευσή μας πρός τόν θάνατο καί τήν Ἀνά­σταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία πραγματική πορεία μαζί Του, στὸ σήμερα, στὸ τώρα, μία ἀληθινή συμμετοχή στά συγκλονιστικά γεγο­νότα τῆς ζωῆς του, πού τήν κάνει δυνατή ἡ συμμετοχή μας στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχουμε ταυτίσει τό φρόνημά μας μέ τό φρόνημα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά αἰσθανόμαστε βαθιά τόν πόνο γιά τήν ἁμαρτία, νά βιώνουμε τή με­τάνοια κάτω ἀπό τό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ, νά ὑπομένουμε μέ καρτερία καί ἐλπίδα τούς ποικίλους πειρασμούς καί νά καταφεύγουμε «κεκαθαρμέναις διανοίαις», μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης στό μυ­στήριο τῆς Θείας Κοινωνίας, πού θά μᾶς διατηρήσει σύσσωμους καί σύναιμους μέ τό Χριστό. Ὅπως ἀκριβῶς ἡ μεγάλη ἁγία, ποὺ ἰδιαίτερα καὶ ἐπίσημα προβάλλει ἡ Ἐκκλησία ἐνώπιόν μας σήμερα, ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία. Ἀπὸ τὴν ὥρα τῆς συγκλονιστικῆς της μετανοίας συμπορεύται, συσταυρώνεται μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἀνασταίνεται μαζί του.
Ἀγα­πητοί ἀδελφοί, ὅλοι μαζί ὡς Σῶμα Χριστοῦ πορευό­μαστε κι αὐτή τή Σαρακοστή πρός τά Ἱεροσόλυμα (δυστυχῶς ἐκτὸς τῶν κεκλεισμένων θυρῶν τῶν ἱερῶν μας Ναῶν). Ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ ξανακούγεται καί μᾶς συμπεριλαμ­βάνει ὅλους, ὅσους ἐπιθυμοῦμε νά τόν ἀκολουθήσουμε.
«Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα». Αὐτό γίνεται ἀληθινά, πραγματικά. Τήν ἐρχόμενη Κυριακή, πού μέ κανονικές συνθῆκες θά πλημμυρίζαμε τούς ἱερούς μας Ναούς, θά ζούσαμε ἔνδοξες στιγμές. Θά κρατούσαμε στά χέρια μας τά βαΐα. Θά τά ἀνεμίζαμε στόν ἀέρα καί θά κραυγάζαμε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς μας: «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» (Ἰω. 12,13). Τώρα νοερά θά περπατή­σουμε μέσα στήν πόλη. Θά πᾶμε μέχρι τή Βηθανία. Ἐκεῖ, στό σπίτι τοῦ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ θά ὀσφρανθοῦμε τήν εὐωδία ἀπό τό πολύτιμο μύρο, πού θά χυθῇ στά ἄχραντα πόδια τοῦ Χριστοῦ.
Θά ξαναγυρίσουμε πάλι στήν πόλη. Θά καθίσουμε μαζί του στό τελευταῖο δεῖπνο. Ἐκεῖ θά ἀκούσουμε τόν παραπονεμένο του λόγο: «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, (καί τοῦτο τό Πάσχα) κάποιος ἀπό σᾶς θά μέ προδώσῃ» (Μτθ 26,21). Κι ἐμεῖς θά κοιταχτοῦμε με­ταξύ μας, θά ἀνασηκώσουμε τό κεφάλι καί θά τολμή­σουμε νά ψελλίσουμε δειλά: «Μήπως, ἐγώ, Κύριε;» (Μτθ 26,22).
«Ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα». Θά ὑμνήσουμε μαζί μέ τό Χριστό. Θά περπατήσουμε κοντά του. Θά τόν ἀκολουθήσουμε πέρα ἀπό τόν χείμαρρο τῶν Κέ­δρων... Θά νιώσουμε τίς αἱμάτινες σταγόνες τοῦ ἱδρῶτα νά αὐλακώνουν τό δικό μας σῶμα καί νά ποτίζουν τό χῶμα στή Γεθσημανῆ. Θά ραγίσῃ ἡ καρδιά μας στό ἄκουσμα τῆς ἐναγώνιας προσευχῆς: «Πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ...» (Μτθ 26,39).
«Ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα». Θά ἀγανακτήσῃ ἡ ψυχή μας, ὅταν θά δοῦμε μέσα στή νύχτα τούς ἄγριους ροπαλοφόρους ἕτοιμους νά τόν συλλάβουν καί νά τόν πάρουν ἀπό κοντά μας. Θά δαγκάσουμε τά χεί­λη μας, ὅταν τά χείλη τοῦ προδότη θά τοῦ δώσουν τό δόλιο φίλημα. Θά ἀναστενάξουμε βαθιά, ὅταν θά βλέ­πουμε νά τόν παίρνουν μέσα ἀπό τά χέρια μας γιά νά τόν δικάσουν.
«Ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα». Θά σταθοῦμε γιά νά παρακολουθήσουμε ἀπό μακρυά τή διαδικασία τῆς δίκης. Στίς αὐλές τοῦ Ἄννα καί τοῦ Καϊάφα. Στό λι­θόστρωτο τοῦ Πιλάτου.
Θά πονέσουμε πολύ μέ τήν ἄρνηση τοῦ Πέτρου «οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον» (Μτθ 26,72). Τό ἴδιο καί μέ τούς κατευ­θυνόμενους ἀλλαλαγμούς τοῦ μανιασμένου ὄχλου: «Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν» (Λκ.23,21). Ἐπίσης μέ τούς ἐμπαιγ­μούς τῶν στρατιωτῶν μέ τήν κόκκινη χλαμύδα, μέ τόν κάλαμο, μέ τό ἀκάνθινο στεφάνι. Καί ἀκόμη μέ τήν ἐμπαθῆ ἀμφισβήτηση τῶν περαστικῶν, «Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ.» (Μτθ 27,40).
«Ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα». Θά ἀκολουθή­σουμε τό ἀνταριασμένο πλῆθος, πού κατευθύνεται στό Γολγοθᾶ. Θά σφιχτῇ ἡ καρδιά μας, ὅταν δοῦμε τήν Κε­φαλή τοῦ Σώματος, τόν Κύριό μας, νά λυγίζῃ κάτω ἀπό τό βάρος τοῦ χονδροκομμένου ξύλου, τοῦ Σταυροῦ Του.
Θά φθάσουμε στόν τόπο τοῦ κρανίου. Θά ζήσουμε τίς μεγάλες ὧρες. Θά σφίξουμε τά χέρια μας, καθώς θά ἀκοῦμε τούς χτύπους τῶν καρφιῶν. Κι ὅταν θά πλη­σιάζῃ στό ξηραμένο στόμα του ὁ σπόγγος μέ τό ξύδι καί τή χολή, ἐμεῖς θά κλείσουμε τά μάτια μας. Θά κλάψουμε. Θά κλάψουμε δυνατά, ὅταν θά ἀκούσουμε τούς τελευταίους του λόγους: «Τετέλεσται» (Ἰω 19,30). «πάτερ, εἰς χεῖράς σου παρατίθεμαι τὸ πνεῦμά μου·» (Λκ 23,46).
Θά τόν δοῦμε μετέωρο, μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς, τόν Κύριό μας, τήν Κεφαλή τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλη­σίας, τόν Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς εἶδος, χωρίς κάλλος, τοποθετούμενο νεκρό στό κενό μνημεῖο, στό ἔσχατο σημεῖο τῆς ταπεινώσεως.
«Ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα». Αὐτή τή φορά θά πεθάνουμε μαζί του; Θά σταυρώσουμε τόν παλαιό μας ἑαυτό; Θὰ θανατώσουμε τὰ ἁμαρτωλά μας πάθη; Τότε, ὁπωσδήποτε καί θά ἀναστηθοῦμε μα­ζί του.
 «Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθῶμεν αὐτῷ, καὶ συσταυρωθῶμεν, καὶ νεκρωθῶμεν δι' αὐτόν, ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς, ἵνα καί συζήσωμεν αὐτῷ…» (Ἰδιόμελον τοῦ Ὄρθρου τῆς Μ. Δευτέρας). Ἀμήν.
Ἀρχ. Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου

Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή 2020


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου