Η
ΓΝΗΣΙΑ ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ
Κυριακὴ
τῶν Μυροφόρων (Μαρκ. 15,43 - 16,8)
Ἀγαπητοί
μου χριστιανοί,
Πέρασαν
ἤδη δύο ἑβδομάδες ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς λαμπρῆς καὶ πανεφρόσυνης ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως
τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐμεῖς ὡς μέλη τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας συνεχίζουμε νὰ πανηγυρίζουμε
καὶ νὰ ζοῦμε μέσα στὴν ἴδια ἀναστάσιμη χαρά. Αὐτὸ τὸ ἀναστάσιμο πανηγύρι εἶναι
πανηγύρι διαρκείας. Δὲν εἶναι μόνον οἱ τρεῖς ἡμέρες τῆς κύριας ἑορτῆς. Οὔτε
μόνον οἱ σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι ὁλόκληρο τὸ ἔτος,
ἀφοῦ κάθε Κυριακὴ μὲ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας γιορτάζουμε πανηγυρικὰ τὴν
Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μόνον αὐτὸ τὸ λατρευτικὸ πρόγραμμα τῆς Ἐκκλησίας ἀρκεῖ
γιὰ νὰ δείξη ποιὰ εἶναι ἡ θέση τῆς Ἀναστάσεως στὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν. Εἶναι αὐτὴ
ποὺ φωτίζει καὶ νοηματοδοτεῖ τὸν βίο μας. Εἶναι αὐτὴ ποὺ δίνει ἀπαντήσεις καὶ
λύσεις στὰ πιὸ ζωτικὰ προβλήματα, ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν, ὅπως τὸ πρόβλημα τοῦ
θανάτου καὶ τῆς μετὰ θάνατον ζωῆς.
Κάθε
ἀναστάσιμη γιορτινὴ ἡμέρα φωτίζει καὶ μία ξεχωριστὴ πτυχὴ τῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν.
Ἡ σημερινὴ Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων τονίζει ἰδιαίτερα τὴν σχέση τῶν ἀληθινῶν
χριστιανῶν, τῶν συνειδητοποιημένων μαθητῶν, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, μὲ τὸν ἀναστημένο
Χριστό. Κι αὐτὸ τὸ ἐπιτυγχάνει προβάλλοντας ἐνώπιόν μας τὸ παράδειγμα τῶν πρώην
κρυμμένων μαθητῶν Ἰωσὴφ καὶ Νικοδήμου καὶ τῶν Μυροφόρων γυναικῶν.
Ἀπὸ
τοὺς πρώην κρυμμένους μαθητές ὁ Νικόδημος εἶχε πατρίδα του τὰ Ἰεροσόλυμα, ἦταν ἕνας
ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων καὶ ἀνῆκε στὸ τάγμα τῶν φαρισαίων. Ἦταν νομομαθὴς
καὶ γνώστης τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Γνώρισε τὸν Χριστό, ὅταν στὴν ἀρχὴ τοῦ κηρύγματος
τὸν ἐπισκέφθηκε κρυφὰ τὴν νύκτα καὶ συνομίλησε μαζί του.
Ὁ
Ἰωσὴφ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Ἀριμαθείας ἀπὸ πλούσια καὶ εὐγενικὴ οἰκογένεια.
Ἦταν στὸ ἀξίωμα ἕνας ἀπὸ τοὺς βουλευτὲς στὰ Ἰεροσόλυμα. Λέγεται μάλιστα ὅτι ὁ κῆπος
στὸν Γολγοθᾶ, ὅπου ἐτάφη ὁ Χριστός, ἦταν κτῆμα τοῦ Ἰωσήφ.
Οἱ
δύο αὐτοὶ πρώην κρυφοὶ μαθηταὶ ἔδειξαν θαυμαστὴ τόλμη μετὰ τὸν θάνατο τοῦ
Χριστοῦ. Ὁ Ἰωσὴφ τόλμησε νὰ μπῆ στὸ Πραιτώριο καὶ νὰ ζητήση ἀπὸ τὸν Πιλάτο τὸ σῶμα
τοῦ Ἰησοῦ, τὸ ὁποῖο, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ἄδεια, τὸ ἐκήδευσε μαζὶ μὲ τὸν Νικόδημο. Ὁ
Νικόδημος πρόσφερε τὸ ἀκριβὸ ἀρωματικὸ καὶ βαλσαμωτικὸ μῖγμα σμύρνης καὶ ἀλόης,
περίπου ἑκατὸ λίτρες, δεῖγμα τῆς μεγάλης ἀγάπης πρὸς τὸν θεῖο Διδάσκαλο. Ἄν
λάβη κανεὶς ὑπ’ ὄψιν του τὶς συνθῆκες ποὺ ἐπικρατοῦσαν, ἡ πράξη τῶν δύο μαθητῶν
ἦταν ὑπερβολικὰ τολμηρή, ἀλλὰ καὶ γι’ αὐτὸ ἀνυπολόγιστης ἀξίας. Εἶπε κάποιος ὅτι
μὲ τὴν πράξη τους αὐτὴ οἱ δύο μαθηταὶ ἔσωσαν τὴν τιμὴ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἐνῶ
συγχρόνως ἔδειξαν πόσο γνήσια ἦταν ἡ σχέση τους μὲ τὸν Θεάνθρωπο Χριστό. Δὲν
μπορεῖς νὰ προβαίνης σὲ τέτοιου εἴδους τολμηρὲς ἐνέργειες, ἐὰν δὲν ἀγαπᾶς αὐθεντικά,
ἀληθινά.
Τέτοιοι
τολμηροὶ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξαν καὶ ὑπάρχουν πάντοτε στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι αὐτοὶ ποὺ στὰ χρόνια τῶν διωγμῶν τολμοῦσαν νὰ λειτουργοῦνται καὶ νὰ
κοινωνοῦν μέσα στὶς κατακόμβες. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ κατεῖχαν κρατικὲς θέσεις καὶ
κρυφὰ βοηθοῦσαν τοὺς χριστιανούς, ἐνῶ ἄλλοι παρελάμβαναν τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν
μαρτύρων καὶ τὰ παρέδιδαν κρυφὰ στοὺς χριστιανούς. Εἶναι οἱ σοφοὶ καὶ ἐπιστήμονες,
ποὺ σὲ ἄθεα καὶ πολέμια τῆς Ἐκκλησίας καθεστῶτα ὁμολογοῦσαν τὴν πίστη τους στὸν
Χριστό, ὅπως ὁ ἅγιος Λουκᾶς, ὁ ρῶσος ἰατρός. Εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ στὶς
δύσκολες μέρες τῶν καιρῶν μας, παρὰ τὴν κατασυκοφάντηση καὶ τὴν ποινικοποίηση
τοῦ ἱεροῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Κοινωνίας, ἀναζητοῦν μὲ πόθο καὶ λαχτάρα νὰ
κοινωνήσουν τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἄς
δοῦμε τώρα καὶ τὸ παράδειγμα τῶν Μυροφόρων. Ποιὲς ἦταν αὐτὲς; Ἦταν μία ὁμάδα
γυναικῶν, οἱ ὁποῖες στὰ τρία χρόνια τῆς δράσεως τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο μας τὸν ἀκολουθοῦσαν
καὶ τὸν διακονοῦσαν. Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀναφέρονται τρεῖς ἀπὸ αὐτές:
ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς, ἄλλες
γνωστὲς ἦταν ἡ Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσῆ καὶ ἡ Παναγία. Ὅλες αὐτές, μαζὶ καὶ μὲ ἄλλες,
εἶχαν μεγάλο πόθο νὰ ἀκοῦν τὴν διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ παρακολουθοῦν τὴ δράση
του. Ἔβλεπαν τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε. Πίστευαν στὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀγαποῦσαν
πολύ. Ἔδειχναν τὴν ἀγάπη τους μὲ τὴν θυσία. Δὲν ὑπολόγιζαν τὸν ἑαυτό τους. Δὲν
πτοοῦνταν ἀπὸ τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ἐχθρότητα τῶν ἀρχόντων πρὸς τὸν Χριστό.
Γιὰ τοὺς ἄρχοντες, τοὺς ἀρχιερεῖς, τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς φαρισαίους, ὁ Ἰησοῦς
Χριστὸς ἦταν ἕνας στιγματισμένος. Τὸν φθονοῦσαν, τὸν ἐχθρεύονταν καὶ τὸν
περιφρονοῦσαν. Κι ὁπωσδήποτε περιφρονοῦσαν καὶ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦσαν. Δὲν
μπορεῖς νὰ ἀκολουθῆς κάποιον περιφρονημένο ἀπὸ τὸν «εὐϋπόληπτο» κόσμο, παρὰ
μόνον ἐὰν τὸν ἀγαπᾶς εἰλικρινὰ καὶ θυσιαστικά. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀγάπη τῶν Μυροφόρων
πρὸς τὸν Χριστὸ εἶναι δοκιμασμένη.
Κι
ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται τὸ μεγαλεῖο τῶν Μυροφόρων γυναικῶν. Αὐτὸν ποὺ οἱ ἄλλοι τὸν
ὀνομάζουν «πλάνο», «τρελλό», «φίλο τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τῶν τελωνῶν», αὐτὸν ποὺ οἱ
ἰσχυροὶ τοῦ κόσμου τὸν καταφρονοῦν, τὸν ἐχθρεύονται, τὸν δικάζουν, τὸν
καταδικάζουν καὶ τὸν σταυρώνουν, Αὐτὸν οἱ Μυροφόρες τὸν ἐκτιμοῦν, τὸν ἀγαποῦν,
τὸν διακονοῦν καὶ μένουν κοντά του ἀκόμη καὶ στὶς πιὸ κρίσιμες ὧρες. Ὅταν ὁ
Κύριος δικάζεται ἀπὸ τὸν Ἄννα καὶ τὸν Καϊάφα, ὅταν ἀποστέλλεται στὸν Ἡρώδη καὶ ὅταν
ἀνακρίνεται ἀπὸ τὸν Πιλάτο, ἐκεῖνες παρακολουθοῦν μὲ χτυποκάρδι τὴν κάθε
κίνηση. Ὅταν ἀνεβαίνη στὸν Γολγοθᾶ φορτωμένος τὸν βαρὺ σταυρό, τὸν ἀκολουθοῦν μὲ
σφιγμένη τὴν καρδιά. Ὅταν τὰ καρφιὰ τρυποῦν τὰ ἄχραντα χέρια του, ἐκεῖνες
σφίγγουν τὰ δικά τους χέρια. Ὅταν δέχεται τοὺς χλευασμοὺς καὶ τὶς ὕβρεις κι ὅταν
ἡ λόγχη τρυπάη τὴν ἁγία του πλευρά, περνάει δίστομη ρομφαία τὴν δική τους τὴν
καρδιά. Στέκονται δίπλα στὸν σταυρὸ βουβές, ἀμίλητες, γεμάτες ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο
πόνο, συμμετέχοντας στὸ μαρτύριο τοῦ Χριστοῦ.
Καὶ
ὅταν ὅλοι τὸν ἐγκαταλείπουν τὸν Χριστό, ὅταν καὶ αὐτοὶ οἱ μαθηταί του κρύβονται
«διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», οἱ Μυροφόρες ὑπερνικοῦν ὅλα τὰ ἐμπόδια. Ἔρχοναι
«λίαν πρωῒ, σκοτίας ἔτι οὔσης» στὸ μνημεῖο, γιὰ νὰ ἐπιτελέσουν μὲ ἀκρίβεια τὰ
νεκρικὰ ἔθιμα· νὰ μυρώσουν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Δὲν τοὺς σταματᾶ κανένας φόβος.
Οὔτε τῶν ἀρχόντων μὲ τὴν ἔχθρα, οὔτε τῶν στρατιωτῶν μὲ την ἀγριότητα, οὔτε τῆς
νύχτας μὲ τὸ σκοτάδι. Ὅλα τὰ νικᾶ ἡ μεγάλη καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη, ποὺ εἶναι «κραταιὰ
ὡς ὁ θάνατος».
Αὐτὲς
οἱ γυναῖκες, οἱ Μυροφόρες τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πρότυπα καὶ παραδείγματα γιὰ τὶς
χριστιανὲς γυναῖκες ὅλων τῶν αἰώνων. Κάθε ἀληθινὴ χριστιανὴ εἶναι καὶ μία
μυροφόρα τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἐποχή της. Κύριο γνώρισμά της εἶναι ἡ ἀταλάντευτη
πίστη καὶ ἡ γνήσια, ἡ θυσιαστικὴ της ἀγάπη. Ἀγάπη στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία.
Ἡ πραγματικὴ χριστιανὴ ὡς μυροφόρα παραμερίζει τὸν ἑαυτό της καὶ σκέπτεται
συνεχῶς τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Κύριό της. Φλέγεται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ βρίσκεται ὅπου
βρίσκεται ὁ Χριστός· στὸν ἱερὸ ναό, στὴ Θεία Λειτουργία, στὸ κήρυγμα, στὴν
κατήχηση. Ὅπως ἀκριβῶς οἱ Μυροφόρες, ποὺ παρευρίσκονταν ὅπου περιόδευε ὁ
Χριστός. Ἡ πραγματικὴ χριστιανὴ γυναίκα ἐπιθυμεῖ καὶ ἀγωνίζεται νὰ κάνη ὅ,τι ἀρέσει
στὸν Χριστό. Θέλει ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι ταπεινή, ὑπάκοη, ἐξυπηρετική; Τὸ κάνη μὲ ὅλη
της τὴν καρδιά. Τὴν θέλει ὁ Χριστὸς ἁπλῆ στὴν ἐμφάνισή της, σεμνὴ στὸ ντύσιμο,
διακριτικὴ στὴν συμπεριφορά της; Τὸ κάνει πολὺ πρόσχαρα καὶ ἀνεπιτήδευτα. Τὴν
θέλει ὁ Χριστὸς νὰ προσφέρη στὴν Ἐκκλησία, στὴν καθαριότητα τοῦ ναοῦ, στὶς
δραστηριότητες τοῦ Φιλοπτώχου τῆς Ἐνορίας, στὴ διακονία τῶν ἀσθενῶν; Τὸ κάνει ὁλοπρόθυμα.
Μ’
αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ Μυροφόρες καὶ οἱ ἀφοσιωμένοι μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας
σ’ ὅλους τοὺς αἰῶνες, ἀλλὰ καὶ στὶς μέρες μας, μαρτυροῦν περίτρανα τὴν Ἀνάσταση
τοῦ Χριστοῦ. Μέσα στὴ δίνη τῆς ἀπιστίας τοῦ κόσμου, ποὺ βιώνει τὴ φθορὰ καὶ τὸν
θάνατο, ὅλοι αὐτοὶ, μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τους, φωνάζουν αὐθεντικά, Χριστός Ἀνέστη!
Ἀρχιμ.
Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου