Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου
(Ἰωάν. 5, 1-15)
Ἀγαπητοί μου χριστιανοί, Χριστὸς
ἀνέστη !
Ἡ τετάρτη κατὰ σειρὰν Κυριακὴ, μετὰ
τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα, ποὺ εἶναι γνωστὴ ὡς Κυριακὴ τοῦ Παραλύτου, πῆρε τὸ ὄνομά
της ἀπὸ τὴ θεραπεία ἑνὸς παραλύτου, τὴν ὁποία (θεραπεία) ἔκανε θαυματουργικὰ ὁ
ἴδιος ὁ Χριστός. Τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ σημεῖο, ποὺ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τὸ προβάλλει
γιὰ νὰ στερεώση τὴν πίστη μας στὴν Ἀνάσταση καὶ στὴ Θεότητα τοῦ Κυρίου, τὸ
περιγράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μὲ ἀρκετὲς λεπτομέρειες.
Ἦταν μετὰ τὸ πάσχα, ποὺ γιόρταζαν οἱ
Ἑβραῖοι. Τότε συγκεντρώνονταν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς Παλαιστίνης στὰ Ἰεροσόλυμα,
ὅπου ἦταν ὁ μοναδικὸς ναὸς τοῦ Σολομῶντος, γιὰ νὰ ἑορτάσουν ἐκεῖ τὴ μεγάλη τους
ἑορτή. Ἐκεῖ πῆγε καὶ ὁ Χριστός, γιὰ νὰ ἀκουσθῆ τὸ κήρυγμά του σὲ περισσότερο
κόσμο. Κοντὰ σὲ μία πύλη, ποὺ τὴν ἔλεγαν «προβατική», ἐπειδὴ ἀπὸ αὐτὴν ἔβγαζαν
τὰ κοπάδια τῶν προβάτων γιὰ βοσκή, ὑπῆρχε μία κολυμβήθρα, μία μεγάλη δεξαμενή
γεμάτη μὲ νερό. Στὰ ἑβραϊκὰ τὴν ἔλεγαν Βηθεσδά, ποὺ σημαίνει, σπίτι ἀγάπης.
Γύρω ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα αὐτὴ ὑπῆρχε ἕνα κτίσμα μὲ πέντε στοές, κάτι σὰν
νοσηλευτήριο, γεμάτο ἀπὸ διαφόρους ἀρρώστους, τυφλούς, χωλούς, παραλύτους.
Ὅλοι αὐτοὶ ζοῦσαν μὲ μία ἐλπίδα. Περίμεναν μία
φορὰ τὸν χρόνο τὴ στιγμὴ, ποὺ ξαφνικά, χωρὶς προειδοποίηση, κατέβαινε ἄγγελος
Κυρίου καὶ τάραζε τὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας. Ὅποιος πρόφθανε καὶ ἔμπαινε μέσα στὸ
νερὸ πρῶτος, θεραπευόταν ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἀρρώστεια κι ἄν βασανιζόταν.
Ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς ἀρρώστους ἦταν
καὶ ἕνας παράλυτος, ποὺ περίμενε ἀκίνητος ἐπάνω σ’ ἕνα κρεββάτι ὁλόκληρα χρόνια. Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Χριστὸς τοῦ
εἶπε· Θέλεις νὰ γίνης καλά; Κι ὁ παραλυτικὸς τοῦ ἀπάντησε· Κύριε, ἄνθρωπο δὲν
ἔχω, ὥστε, ὅταν ταραχθῆ τὸ νερὸ νὰ μὲ βάλη στὴν κολυμβήθρα. Ἐνῶ θέλω νὰ μπῶ
ἐγώ, ἄλλος μὲ προλαβαίνει καὶ κατεβαίνει πρῶτος στὴν κλυμβήθρα. Τοῦ εἶπε τότε ὁ
Χριστός· Σήκω, πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ περπάτα. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ ἄνθρωπος
σηκώθηκε, πῆρε τὸ κρεββάτι στὸν ὦμό του καὶ περπάτησε.
Ποιοὶ δὲν χάρηκαν γιὰ τὴν θεραπεία
τοῦ ταλαιπώρου αὐτοῦ ἀνθρώπου; Πολλοὶ χάρηκαν. Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν χάρηκαν ἦταν οἱ
φθονεροὶ ἰουδαῖοι. Τὸν συνάντησαν στὸν δρόμο καὶ τὸν ἤλεγξαν μὲ πικρὸ καὶ
εἰρωνικὸ τρόπο. Ξέχασες, τοῦ εἶπαν ὅτι σήμερα εἶναι Σάββατο καὶ δὲν ἐπιτρέπετε
νὰ σηκώνης τὸ κρεββάτι σου;
Ὁ ἁπλὸς ὅμως καὶ εὐγενικὸς ἄνθρωπος
τοὺς ἀποκρίθηκε πολὺ εὐγενικά: Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἔκανε καλά, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε Σήκωσε
τὸ κρεββάτι σου καὶ περπάτα. Οἱ ἰουδαῖοι ὅμως δὲν ἀρκοῦνται στὴν εὐγενικὴ αὐτὴ
ἀπάντηση καὶ συνεχίζουν νὰ ἐρωτοῦν· Ποιὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ σοῦ εἶπε, Σήκωσε
τὸ κρεββάτι σου καὶ περπάτα;
Ὁ πρώην παράλυτος δὲν ἤξερε ποιὸς
ἀκριβῶς ἦταν αὐτὸς ποὺ τὸν θεράπευσε, διότι ὁ Χριστὸς ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπιτέλεση
τῆς θαυμαστῆς θεραπείας χάθηκε μέσα στὸν κόσμο. Λίγο ἀργότερα, ὅταν
ξανασυναντήθηκαν μὲ τὸν Χριστό, τοῦ εἶπε ὁ Χριστός: Βλέπεις, ἔγινες καλά.
Πρόσεξε νὰ μὴν ξαναμαρτήσης, γιὰ νὰ μὴ σοῦ συμβῆ τίποτε χειρότερο.
Ὅλες αὐτὲς οἱ λεπτομέρειες, ἐκτὸς τῶν
ἄλλων, μᾶς βοηθοῦν νὰ ψυχογραφήσουμε τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἀναφέρονται στὴν
εὐαγγελικὴ αὐτὴ περικοπή. Δηλαδὴ νὰ μελετήσουμε καλὰ τὶς ἀρετές τους ἤ τὶς
ἁμαρτωλὲς ἀδυναμίες τους, ὅπως αὐτὲς φαίνονται ἀπὸ τοὺς λόγους, τὶς διαθέσεις
καὶ τὶς ἐνέργειές τους. Ἡ προσεκτικὴ αὐτὴ μελέτη εἶναι πολὺ χρήσιμη γιὰ ὅλους
μας, διότι μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε ποιούς πρέπει νὰ μιμηθοῦμε καὶ ποιούς νὰ
ἀποστραφοῦμε. Συγχρόνως μποροῦμε νὰ δοῦμε πῶς ἡ ἁμαρτία νεκρώνει τοὺς ἀνθρώπους
καὶ πῶς ὁ ἀναστημένος Χριστὸς τοὺς ἀνασταίνει.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο Κύριο, τὰ
ἀνθρώπινα πρόσωπα, ποὺ διαδραματίζουν κύριο ρόλο στὴν ἱστορία τῆς θαυμαστῆς
θεραπείας, εἶναι ὁ παράλυτος, ποὺ θεραπεύτηκε καὶ οἱ ἰουδαῖοι ἄρχοντες, ποὺ
σχολίασαν τὸ γεγονός.
Ὁ παράλυτος εἶναι ἕνας κοινὸς
ἄνθρωπος μέσα ἀπὸ τὸ ἀνώνυμο πλῆθος τῶν ἰουδαίων. Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πολλοὺς
σοβαρὰ ἀσθενεῖς τῆς Παλαιστίνης, ἕνας παράλυτος. Ἐὰν δὲν εἶχε συμβῆ ἡ θαυμαστὴ
θεραπεία του ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, οὔτε θὰ τὸν ἤξερε οὔτε θὰ τὸν μνημόνευε
κανείς. Ὁ παντογνώστης ὅμως Κύριος, ὄχι μόνο τὸν θεράπευσε, ἀλλὰ καὶ τὸν
ἀνέδειξε καὶ ἔκανε αἰώνιο τὸ μνημόσυνό του.
Οἱ λεπτομέρειες τοῦ εὐαγγελιστοῦ
Ἰωάννου δείχνουν ὅτι ὁ παράλυτος ποὺ θεραπεύτηκε ὑπῆρξε στὴν πραγματικότητα διδάσκαλος
τῆς ὑπομονῆς, τῆς ἐπιμονῆς καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης. Τριανταοκτὼ ὁλόκληρα χρόνια
βρίσκεται καθηλωμένος σ’ ἕνα ἀναπηρικὸ κρεββάτι καὶ περιμένει καρτερικὰ νὰ
προθυμοποιηθῆ κάποιος ἄνθρωπος νὰ τὸν βάλη μέσα στὴν κολυμβήθρα ὕστερα ἀπὸ τὴν
ταραχὴ τοῦ ὕδατος, γιὰ νὰ γίνη καλά. Καμμία φορὰ μέχρι τώρα δὲν μπόρεσε νὰ
πετύχη τὸ ποθούμενο, διότι ἄλλος πρὶν ἀπὸ αὐτὸν πρόφθαινε καὶ ἔμπαινε πρῶτος
στὸ νερό. Κι ὅμως δὲν ἀπελπίζεται. Συνεχίζει νὰ ὑπομένη καὶ νὰ ἐπιμένη. Κι ὅλα
τὰ κάνει μὲ ἀληθινὴ ταπείνωση.
Ὁ παράλυτος τῆς Βηθεσδὰ εἶναι
ταπεινωμένος ἀπὸ τὴ βαρειά του παράλυση, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἐγκατάλειψη τῶν
συνανθρώπων του. Ἐκείνη ὅμως ποὺ ἔχει ἰδιαίτερη ἀξία εἶναι ἡ ἐσωτερική του
ταπείνωση. Παρόλον ὅτι βρίσκεται σὲ τόσο δύσκολη κατάσταση δὲν γογγύζει
ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Οὔτε κατηγορεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Μόνον μὲ πολλὴ εὐγένεια
ἐκφράζει ἕνα ἁπλὸ καὶ ἀνθρωπίνως δικαιολογημένο παράπονο· «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ὅ, τι λέγει καὶ ὅ, τι κάνει τὸ κάνει καὶ τὸ
λέγει μὲ μέτρο, μὲ ἁπλότητα καὶ μὲ σεμνότητα, ποὺ εἶναι γνωρίσματα τῆς ἀληθινῆς
ταπεινοφροσύνης. Καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιβραβεύεται ἀπὸ τὸν Κύριο.
Ἡ ταπεινὴ στάση τοῦ παραλύτου ποὺ
θεράπευσε ὁ Χριστὸς ἀποτελεῖ παράδειγμα γιὰ τὸ πῶς ἕνας σωστὸς ἄνθρωπος,
ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἀντιμετωπίζει τὶς δυσκολίες τοῦ βίου, τὶς ἀρρώστειες, τοὺς
πόνους, τοὺς πειρασμούς, τὶς ὁποιεσδήποτε θλίψεις. Ὅλα αὐτὰ δὲν τὰ
ἀντιμετωπίζει μὲ ἄγχος καὶ ἀπόγνωση, οὔτε μὲ ἐπιθέσεις ἐναντίον ὅλων καὶ μὲ
γογγυσμὸ πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ μὲ καρτερία, μὲ ταπείνωση, μὲ προσευχὴ καὶ μὲ
ἐλπίδα στὸν Θεό.
Ἀπέναντι ἀπὸ τὸν ταπεινὸ παράλυτο, σὲ
πλήρη ἀντίθεση μ’ αὐτὸν, στέκονται οἱ ἰουδαῖοι ἄρχοντες. Εἶναι ἀσυγκίνητοι ἀπὸ
τὸ φιλάνθρωπο σημεῖο τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀδίστακτοι ἐπικριταὶ τῶν πάντων. Παραμένουν
μέχρι τέλους κακόψυχοι καὶ γεμάτοι ἀπὸ ἐγωϊσμὸ, τὸν ὁποῖο τρέφει τὸ σαράκι τοῦ
φθόνου τους. Καὶ ὁ φθόνος μὲ τὴ σειρά του τοὺς κάνει νὰ συμπεριφέρονται μὲ
ὑποκρισία καὶ δολιότητα. Εἶναι αὐτὸ τὸ ὀλέθριο πάθος ποὺ κάνει παράλυτη τὴν
ψυχή τους. Αὐτοὶ εἶναι στ’ ἀλήθεια οἱ πραγματικοὶ παράλυτοι.
Ἡ πρώτη τους ἀντίδραση εἶναι νὰ
παραβλέψουν τὴν εὐεργετικὴ θεραπεία σ’ ἕνα πονεμένο συνάνθρωπό τους καὶ νὰ
ἐπιτεθοῦν ἐναντίον του, διότι δῆθεν παρέβηκε τὸν νόμο γιὰ τὸ Σάββατο. Εἶναι
Σάββατο, τοῦ εἶπαν. Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ σηκώνης τὸ κρεββάτι. Ὅμως ὁ
θεραπευμένος πρώην παράλυτος τοὺς ἀπαντᾶ μὲ ἁπλότητα, μὲ εἰλικρίνεια, ἀλλὰ καὶ
εὔστοχα· ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἔκανε ὑγιῆ ἐκεῖνος μοῦ εἶπε, Σήκωσε τὸ κρεββάτι σου καὶ
περπάτησε. Τότε ἡ κακία καὶ τὸ πάθος τῶν ἰουδαίων φθάνει στὸ ἀποκορύφωμα καὶ
στρέφεται πρὸς αὐτὸν τὸν εὐεργέτη, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἐρωτοῦν, λοιπόν, μὲ
πονηρία· Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ σοῦ εἶπε, Σήκωσε τὸ κρεββάτι σου καὶ περπάτησε;
Ἐκεῖνο ποὺ θὰ περίμενε κανεὶς
φυσιολογικὰ νὰ ἐρωτήσουν αὐτὴ τὴν ὥρα εἶναι, Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ σὲ ἔκανε
καλά; Ὅμως ἡ κακοψυχία καὶ ὁ φθόνος δὲν τοὺς ἀφήνουν νὰ ρωτήσουν καλοπροαίρετα.
Ἐρωτοῦν κακοπροαίρετα· τάχα ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸν νόμο, γιὰ τὶς ἐντολές. Τυπικὰ
δείχνουν ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν τυπικὴ ἀθέτηση τῶν ἐντολῶν, ἐνῶ ἀδιαφοροῦν τελείως
γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ ἐφαρμογὴ τῆς πρώτης ἐντολῆς, τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης.
Αὐτὸ παθαίνουν ὅσοι καὶ σήμερα καὶ
πάντοτε βασανίζονται ἀπὸ τὸ φοβερὸ πάθος τοῦ φθόνου. Πνίγονται μέσα στὴν κακία
τους καὶ ζοῦν ἀπὸ τώρα στὴν κόλαση. Δὲν μποροῦν νὰ χαροῦν μὲ τὴ χαρὰ τῶν ἄλλων
καὶ νὰ λυπηθοῦν μὲ τὴ λύπη τους. Ἀντίθετα, χαίρουν μὲ τὴ λύπη τῶν ἄλλων καὶ
λυποῦνται μὲ τὴ χαρά τους. Αὐτὴ ὅμως εἶναι πράγματι δαιμονικὴ συμπεριφορά, ποὺ
δὲν ἔχει καμμία θέση στὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ.
Ἀξίζει νὰ προσθέσουμε σὲ ὅλα αὐτὰ τὴν
παρουσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ κυρίως αὐτὴν. Αὐτὸς, ὁ Θεάνθρωπος
Ἰησοῦς Χριστὸς, εἶναι τὸ τέλειο πρότυπο συμπεριφορᾶς.
Ὡς παντογνώστης βλέπει τὰ πάντα, τὴν
ἐπιφάνεια καὶ τὸ βάθος. Τὰ βλέπει μὲ ἀκρίβεια καὶ διαύγεια. Ζυγίζει
ἀκριβοδίκαια καὶ συμπεραίνει σταθερά. Βραβεύει τὴν ὑπομονὴ τοῦ παραλυτικοῦ. Τοῦ
χαρίζει, ὡς μόνος φιλάνθρωπος, τὴν σωματικὴ του ὑγεία.
Συγχρόνως ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτει καὶ τὴν
πραγματικὴ αἰτία τῆς ἀσθένειας, τὴ ρίζα της, ποὺ εἶναι ἡ ἁμαρτία. Καὶ μετὰ
δίνει τὴ συνταγή γιὰ τὴν μελλοντικὴ ἀποφυγή τῆς ἴδιας ταλαιπωρίας: «Μηκέτι ἁμάρτανε». Εἶναι ὡσὰν νὰ τοῦ
λέγη· Κόψε τὴ ρίζα τοῦ κακοῦ, τὴν ἁμαρτία. Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ὄχι μόνον τῆς
ἀρρώστειας, ἀλλὰ καὶ κάθε κακοῦ (τῆς φτώχειας, τοῦ πολέμου, τῆς ἀρρώστειας, τοῦ
θανάτου), κυρίως ὅμως τοῦ αἰώνιου χωρισμοῦ ἀπὸ τὸν Θεό, τῆς αἰώνιας αὐτῆς
καταδίκης.
Καὶ ποιὸ εἶναι τὸ ἀντίδοτο, ποιά ἡ θεραπεία
τοῦ κακοῦ; Εἶναι ἡ ἀληθινὴ μετάνοια. Καὶ ἀληθινὴ μετάνοια σημαίνει ἄρνηση τῆς
ἁμαρτίας. «Μηκέτι ἁμάρτανε». Τότε
ἔρχεται ἡ πραγματικὴ θεραπεία. Γι’ αὐτὴν τὴν θεραπεία χρειάζεται ἀπαραίτητα ἡ
θεία χάρις καὶ ἡ δική μας θέληση νὰ μείνουμε ἀμετακίνητα κοντὰ στὸν Χριστὸ, στὴν
πηγὴ τῆς θείας χάριτος.
Θὰ τελειώσω μὲ τὴν τελευταία ὁμολογία
τοῦ θεραπευμένου παραλύτου. Ὅταν τὸν ρώτησαν οἱ ἰουδαῖοι γιὰ πρώτη φορὰ, Ποιὸς
σοῦ εἶπε, πάρε τὸ κρεββάτι καὶ περπάτα, ἐκεῖνος δὲν γνώριζε ποιὸς ἦταν αὐτὸς
ποὺ τὸν θεράπευσε, διότι ὁ Χριστὸς εἶχε φύγει ἀπαρατήρητος ἀπὸ κοντά του μετὰ
τὴν θεραπεία. Ὅταν ὅμως ἀργότερα συνάντησε τὸν Χριστὸ στὸν ναὸ καὶ κατάλαβε
ποιὸς ἦταν, ἔφυγε ἀμέσως καὶ πῆγε στοὺς ἰουδαίους γιὰ νὰ τοὺς πῆ ὅτι ὁ Ἰησοῦς
ἦταν αὐτὸς ποὺ τὸν γιάτρεψε. Δὲν χρειάστηκε νὰ πῆ τίποτε ἄλλο παρὰ μόνον ὅτι
Αὐτὸς τὸν γιάτρεψε.
Ὅταν κανεὶς ἔχει τὴν ἐμπειρία τῆς
Πίστεως, καὶ ἔχει γευθῆ τὶς ἄπειρες εὐεργεσίες τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ὅπως οἱ
προφῆτες, οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἅγιοι, δὲν χρειάζονται ἄλλα ἐπιχειρήματα.
Ἡ βιωματικὴ γνωριμία μας μὲ τὸν Ἰησοῦ
Χριστὸ μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὄχι μόνον δὲν μᾶς ἀφήνει καμμία ἀμφιβολία γιὰ τὸ ὅτι
αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς σωτήρας τοῦ κόσμου καὶ ἡμῶν, ἀλλὰ μᾶς ὠθεῖ νὰ κραυγάσουμε
πρὸς ὅλους, «Γεύσασθε καὶ ἴδετε ὅτι
χρηστὸς ὁ Κύριος».
Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου, Δρ Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου