ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄
ΛΟΥΚΑ
(Λκ. 10,25-37)
ΔΥΟ ΑΓΑΠΕΣ
ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΘΟΥΜΕ
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,
Ὁ σύντομος ἐπίγειος βίος μας ὁμοιάζει
μὲ πορεία σ' ἕνα δρόμο. Ὅπως κάθε δρόμος ἔχει τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος του, ἔτσι
καὶ ὁ βίος τοῦ καθενός μας ἔχει καὶ ἀρχὴ καὶ τέλος. Ἀρχὴ τοῦ δρόμου τοῦ ἀνθρωπίνου
βίου εἶναι ἡ σύλληψή του, ἡ ὑποστασιοποίησή του. Τὸ τέλος τοῦ ἀνθρωπίνου βίου δὲν
σημαίνει καὶ τέλος τῆς ζωῆς, δηλαδή ἐξαφάνιση τοῦ ἀνθρώπου. Ἀντίθετα σημαίνει
ἄφιξη σ' ἕνα ἄλλο κόσμο, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸ τέλος ἑνὸς φυσικοῦ δρόμου σημαίνει
τὴν ἄφιξη στὸν τόπο τοῦ προορισμοῦ μας, σ' ἕνα ἄλλο χωριό, ἤ σὲ μία πόλη. Ἀλίμονο
σ' ἐκεῖνον ποὺ δὲν ξέρει οὔτε ἀπὸ ποῦ ξεκίνησε, οὔτε πρὸς τὰ ποῦ πορεύεται, ποὺ
δὲν γνωρίζει οὔτε τὴν ἀρχή του, οὔτε τὸν προορισμό του. Εἶναι μία ταλαίπωρη
ἄσκοπα περιπλανώμενη ὕπαρξη.
Ἐμεῖς μαθαίνουμε στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὶς
ἅγιες Γραφὲς καὶ τοὺς ἁγίους ἀνθρώπους της ὅτι στὸν βίο μας ξεκινήσαμε, ἀφοῦ συληφθήκαμε
καὶ γεννηθήκαμε μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, καὶ προορισμός μας εἶναι νὰ
τελειώσουμε τὸν δρόμο καὶ νὰ φθάσουμε κοντὰ στὸν Θεὸ· νὰ γίνουμε ὅμοιοι μ'
Αὐτόν· νὰ κερδίσουμε τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ νὰ ζήσουμε μαζί του στὴν οὐράνια
Βασιλεία του. Ἡ ἀρχὴ καὶ τέλος τοῦ ἀνθρωπίνου βίου συνδέονται ἀπαραίτητα μὲ τὸν
Πλάστη καὶ Δημιουργό μας, τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἔτσι μιμούμαστε τοὺς ἁγίους, οἱ
ὁποῖοι, ὅπως διβάζουμε στὰ Συναξάρια, «ἐτελειώθησαν ἐν εἰρήνῃ ἤ ἐν
μαχαίρᾳ ἤ πυρί ἤ ξίφει», ποὺ σημαίνει ὅτι ἐπέτυχαν τὸν στόχο τους, ἔφθασαν
μὲ ἐπιτυχία στὸ τέλος τοῦ δρόμου, στὸν αἰώνιο προορισμό τους.
Ἕνα βασανιστικὸ ἐρώτημα γιὰ ὅλους μας
εἶναι τὸ πῶς μποροῦμε νὰ φθάσουμε στὸν προορισμό μας. Τὶ πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ
νὰ κερδίσουμε τὴν αἰώνια ζωή; Εἶναι τὸ ἴδιο ἐρώτημα ποὺ ἔθεσε τόσο ἐπιτακτικά,
ἀλλὰ καὶ μὲ πειρακτικὴ διάθεση, ὁ νομικὸς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου: «Διδάσκαλε,
τὶ νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή;».
Ὁ Χριστός θέλει νὰ τὸν βοηθήση.
Προσπαθεῖ νὰ τοῦ δείξη τὸν τρόπο. Τὸν παραπέμπει στὸν μωσαϊκὸ Νόμο, στὸ φυσικό
του ἀντικείμενο καὶ τὸν ἐρωτᾶ, τὶ εἶναι γραμμένο στὸν Νόμο γιὰ τὸ φλέγον
ἐρώτημα. Τότε ὁ νομικὸς τοῦ ἀποκρίνεται: Στὸν Νόμο εἶναι γραμμένο, «Νὰ
ἀγαπᾶς Κύριον τὸν Θεόν σου μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά, μὲ ὅλη σου τὴν ψυχή, μὲ ὅλη
σου τὴ θέληση καὶ ὅλο σου τὸν νοῦ, καὶ τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου».
Ἀμέσως ὁ Χριστὸς τὸν βεβαιώνει ὅτι ἀπάντησε ὀρθὰ καὶ τὸν προτρέπει νὰ ἐφαρμόση
τὶς ἐντολὲς αὐτὲς, γιὰ νὰ κληρονομήση τὴν αἰώνια ζωή, γιὰ νὰ σωθῆ.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ στὸ ἐρώτημα,
πῶς μποροῦμε νὰ φθάσουμε μὲ ἐπιτυχία στὸν προορισμό μας καὶ νὰ κερδίσουμε τὴν
αἰώνια ζωή, εἶναι πολὺ ἁπλῆ. Μποροῦμε νὰ πετύχουμε τὸν σκοπό μας ἀσκώντας τὴν
ἀγάπη. Καὶ μάλιστα τὴν ἀγάπη πρὸς δύο κατευθύνσεις· πρῶτα πρὸς τὸν Δημιουργὸ
Πατέρα μας καὶ ὕστερα πρὸς τὸν πλησίον, ποὺ εἶναι ἀδελφός μας. Αὐτὸ ἀκριβῶς,
ποὺ εἶναι λόγος τοῦ Χριστοῦ κήρυττε πολὺ ἀργότερα ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός.
«Πρέπει
ἡμεῖς, ἀνίσως καὶ θέλωμεν νὰ περάσωμεν καὶ ἐδῶ καλά, νὰ πηγαίνωμεν καὶ εἰς τὸν
παράδεισον, καὶ νὰ λέγωμεν τὸν Θεόν μας ἀγάπην καὶ πατέρα, πρέπει νὰ ἔχωμεν δυὸ
ἀγάπας· ἀγάπην εἰς τὸν Θεόν μας, καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς μας. Φυσικόν μας εἶνε νὰ
ἔχωμεν αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας· παρὰ φύσιν εἶνε νὰ μὴ τὰς ἔχωμεν. Καὶ καθὼς ἕνα
χελιδόνι χρειάζεται δυὸ πτερούγας διὰ νὰ πετᾶ εἰς τὸν ἀέρα, οὕτω καὶ ἡμεῖς
χρειαζόμεθα αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας, διότι χωρὶς αὐτῶν εἶνε ἀδύνατον νὰ σωθῶμεν».
Ὅμως ἡ ἀπάντηση αὐτὴ δὲν ἱκανοποιεῖ
τὸν προβληματικὸ νομικό. Ἐκεῖνος βρίσκει τὸν δρόμο τῆς ἀγάπης δύσκολο. Γιατί; Ἐπειδὴ
ὁ δρόμος τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης εἶναι δρόμος θυσίας καὶ προσφορᾶς. Ἀντὶ, λοιπόν,
νὰ ἀρχίση νὰ ἐφαρμόζη τὶς ἐντολὲς τῆς ἀγάπης, αὐτὸς γλιστρᾶ στὸ ἐπικίνδυνο
μονοπάτι τῆς θεωρητικῆς συζήτησης. Τὴν πρόφαση τὴν βρίσκει εὔκολα καὶ τὴν
ἐκφράζει μὲ μία δεύτερη ἐρώτηση: Καλά, νὰ ἀγαπήσω τὸν πλησίον μου. «Καὶ
ποιὸς εἶναι γιὰ μένα ὁ πλησίον;», δηλαδή, πῶς θὰ τὸν βρῶ καὶ πῶς θὰ τὸν
ἀναγνωρίσω, γιὰ νὰ τὸν ἀγαπήσω;
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς συγκαταβαίνει καὶ δὲν
ἐγκαταλείπει τὸν νομικὸ οὔτε κι αὐτὴ τὴ φορὰ. Κάνει μία τελευταία προσπάθεια νὰ
τὸν ξαναφέρη στὸ σωστὸ δρόμο· νὰ τὸν κάνη νὰ ἐγκαταλείψη τὶς δικαιολογίες, ποὺ
ματαιώνουν τὴν σωτηρία, καὶ νὰ ἀφοσιωθῆ στὸ χρέος τῆς ἀγάπης· νὰ ἀφήση τὶς
θεωρίες καὶ νὰ ἀσκηθῆ στὴν πράξη. Γι' αὐτὸ καὶ τὸν διδάσκει μ' ἕναν ἄλλο τρόπο·
μὲ τὴν ὑπέροχη παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη.
Ἡ παραβολὴ αὐτὴ εἶναι ἡ γνωστὴ ἱστορία
τοῦ Ἰουδαίου ἐκείνου ποὺ ἐπεσε στὰ χέρια τῶν ληστῶν. Καὶ αὐτοὶ, ἀφοῦ τὸν
λήστεψαν καὶ τὸν κακοποίησαν, τὸν ἐγκατέλειψαν σὲ ἔρημο τόπο. Πέρασαν ἀπὸ κοντά
του δύο ὁμόθρησκοί του Ἰουδαῖοι, ἕνας ἱερέας καὶ ἕνας λευΐτης, ποὺ τὸν
προσπέρασαν, χωρὶς νὰ τοῦ προσφέρουν καμμία βόηθεια. Ὕστερα πέρασε ἕνας
ἀλλόφυλος Σαμαρείτης, ποὺ τὸν βοήθησε μὲ προθυμία καὶ πολλὲς θυσίες· ἔσκυψε
ἐπάνω του, περιποιήθηκε τὰ τραύματά του, τὸν μετέφερε στὸ πανδοχεῖο, πλήρωσε τὰ
ἔξοδα γιὰ τὴν παραμονή του ἐκεῖ καὶ ἔδωσε ἐντολὴ στὸν πανδοχέα νὰ τὸν
περιποιηθῆ καὶ νὰ χρεώση σ’ αὐτὸν ὅλες τὶς δαπάνες.
Τελειώνοντας τὴ διήγηση τῆς παραβολῆς,
ὁ Χριστὸς, ὡς ἄριστος παιδαγωγός, θέτει παιδαγωγικὰ στὸν νομικὸ τὸ κρίσιμο
ἐρώτημα: «Ποιός, λοιπόν, ἀπὸ τοὺς τρεῖς, νομίζεις ὅτι ἔγινε ὁ πλησίον στὸν
ἄνθρωπο ποὺ ἔπεσε στοὺς ληστές;». Τὸν ἀφήνει νὰ κρίνη ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ
ἐμπεδώση καλά τὸ μάθημα. Καὶ ὁ νομικὸς ἀπαντᾶ μὲ εὐκολία: Πλησίον εἶναι «αὐτὸς
ποὺ τὸν συμπόνεσε καὶ τὸν βοήθησε». Δηλαδή, αὐτὸς ποὺ ἔδειξε ἔμπρακτα,
θυσιαστικὰ τὴν ἀγάπη στὸν πάσχοντα συνάνθρωπό του.
Τώρα εἶναι ἡ ὥρα, καὶ ὑπάρχουν ὅλες οἱ
προϋποθέσεις, ὁ Χριστός νὰ συστήση στὸν νομικὸ νὰ περάση ἀπὸ τὴ θεωρία στὴν
πράξη· νὰ ἐγκαταλείψη τὶς προφάσεις καὶ νὰ ἀσκήση τὴν ἀγάπη τῆς θυσίας καὶ τῆς
προσφορᾶς. Γι΄ αὐτὸ καὶ τὸν προτρέπει μὲ αὐθεντία: «πορεύου καὶ σὺ ποίει
ὁμοίως», δηλαδή, «πήγαινε λοιπὸν, καὶ νὰ κάνης καὶ σὺ τὸ ἴδιο». Ὁ
Χριστὸς ἐπίσημα μᾶς διδάσκει ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ φθάσουμε στὴν σωτηρία μὲ
θεωρητικὲς φιλοσοφικὲς συζητήσεις χωρὶς πρακτικὴ ἄσκηση τῆς ἀγάπης.
Αὐτὸς, ἀδελφοί μου, εἶναι ὁ αὐθεντικὸς
καὶ σίγουρος δρόμος, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, στὴ μακαρία Βασιλεία τοῦ Θεοῦ·
ὁ δρόμος τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης στὸν κάθε συγκεκριμένο ἄνθρωπο, ποὺ συναντοῦμε
καὶ ἔχει τὴν ἀνάγκη τῆς δικῆς μας βοήθειας. Αὐτὸ ἔκαναν ὅλοι οἱ ἅγιοι, παλαιοὶ
καὶ νεώτεροι.
Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, μὲ τὶς πρεσβεῖες
τῶν ἁγίων καὶ μὲ τὴ δική μας ταπείνωση μποροῦμε κι ἐμεῖς νὰ βαδίσουμε αὐτὸν τὸν
δρόμο τῆς ἔμπρακτης, θυσιαστικῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον.
Ἀμήν.
Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου
Μιὰ ἱστορία – παράδειγμα
ΕΝΑΣ ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ
Σάν θεομηνία σάρωναν τόν Ε' αἰώνα
οἱ Βάνδαλοι τίς χῶρες τῆς Εὐρώπης καί ἄφηναν μόνο ἐρείπια στό πέρασμά τους. Ἡ Ἰταλία
πέρασε τά πιό πολλά δεινά. Οἱ ὡραῖες πόλεις της ἀφανίζονταν ἡ μία μετά τήν ἄλλη.
Οἱ βάρβαροι αἰχμαλώτιζαν τούς πληθυσμούς καί τούς πουλοῦσαν στά λιμάνια τῆς Ἀφρικῆς.
Στά ζοφερά ἐκεῖνα χρόνια ὁ ἅγιος
Παυλῖνος ὁ ἐπίσκοπος μιᾶς πόλεως τῆς Κομπανίας, ξόδεψε τήν περιουσία του
καί ὅλα τά χρήματα τῆς ἐπισκοπῆς του γιά τήν ἐξαγορά αἰχμαλώτων. Τό κακό ὅμως ἦταν
τόσο μεγάλο, πού, ἄν καί ἔμεινε μόνο μέ τά ροῦχα πού φοροῦσε, ὁ φιλάνθρωπος ἐπίσκοπος
δέν μπόρεσε νά ἐπαρκέση γιά ὅλους.
Κάποια μέρα πῆγε καί τόν βρῆκε μιά
φτωχή χήρα μέ σπαραγμένη καρδιά. Ἔπιασαν τό μοναχογιό της αἰχμάλωτο καί ζητοῦσε
ἀπό τόν ἐλεήμονα ἐπίσκοπο νά τόν ἀπελευθερώση. Οἱ θρῆνοι της ράγιζαν ἀκόμη καί
τίς πέτρες!
Ἐκεῖνος τή συμπόνεσε, ἔκλαψε μαζί
της. Ἔψαξε καί ξανάψαξε τό ἀδειανό του σπίτι. Ἀπελπισμένος διαπίστωσε πώς δέν εἶχε
μείνει πιά τίποτε γιά νά δώση. Ξαφνικά τοῦ ἦρθε κάποια ἔμπνευση.
- Βλέπεις κι ἐσύ ἡ ἴδια, εἶπε στήν
πονεμένη μητέρα, πώς δέν μοῦ ἔμεινε πιά τίποτε γιά ν’ ἀνακουφίσω τή δυστυχία πού
μᾶς βρῆκε ἀπό τίς ἁμαρτίες μας. Ὅ,τι διαθέτω αὐτή τή στιγμή εἶναι ὁ ἑαυτός μου.
Εὐχαρίστως τόν προσφέρω γιά νά πάρης πίσω τό παιδί σου.
Ἡ ἀπαρηγόρητη γυναῖκα τά ἔχασε!
Νόμιζε πώς ὁ ἐπίσκοπος τήν κορόϊδευε καί ξέσπασε σέ ἀσυγκράτητο ὀδυρμό. Τῆς εἶπε
τότε νά τόν ἀκολουθήση. Πῆγε μαζί του στόν βάρβαρο πού κρατοῦσε τόν γιό της,
καί κατάπληκτη εἶδε πώς κατόρθωσε νά κάνη τήν ἀνταλλαγή...
Μαζί μέ πολλούς ἄλλους αἰχμαλώτους
ὁδηγήθηκε καί ὁ ἅγιος Παυλῖνος στήν Ἀφρική. Ὅταν ἔγινε ἡ διανομή, αὐτόν τόν
κράτησε στήν ὑπηρεσία του ὁ γαμπρός τοῦ ἡγεμόνος τῶν Βανδάλων καί τόν ἔβαλε νά
καλλιεργῆ τόν κῆπο του.
Μέ μεγάλη ἐπιμέλεια ἐπιδόθηκε ὁ ἐπίσκοπος
στήν ἐργασία πού τοῦ ἀνέθεσαν. Κάθε μέρα ἔφερνε στό τραπέζι τοῦ ἀφέντη του
περιποιημένα λαχανικά καί φροῦτα. Μέ τήν καλοσύνη καί τήν ἐργατικότητά του
κέρδισε τήν ἐκτίμησή του. Συχνά πήγαινε στόν κῆπο καί κουβέντιαζαν μαζί χίλια
δυό πράγματα. Ὁ βάρβαρος θαύμαζε τή σοφία καί τήν πολυμάθεια τοῦ δούλου του. Μέ
τόν καιρό δημιουργήθηκε μιά στενή φιλία μεταξύ τοῦ ξένου αἰχμαλώτου καί τοῦ
νεαροῦ δούκα.
Ὕστερα ἀπό πολύ χρόνο ὁ ἅγιος εἶπε
στόν κύριό του κάπως αἰνιγματικά:
—
Εἶναι καιρός νά φροντίσετε γιά τή μελλοντική διοίκηση τοῦ
βασιλείου σας.
—
Γιατί τό λές αὐτό, Παυλῖνε; ἀπόρησε ὁ δούκας.
—
Στήν ἀρχή ἀπέφυγε νά δώση περισσότερες ἐξηγήσεις. Ὕστερα ὅμως ἀναγκάστηκε
νά τοῦ φανερώση πώς τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει ὁ Θεός τόν ἐπικείμενο θάνατο τοῦ ἡλικιωμένου
βασιλιᾶ. Ὁ δούκας, ἄν καί δέν τό πολυπίστεψε, τό εἶπε στόν πεθερό του. Ἐκεῖνος
πάλι, θέλησε ἀπό περιέργεια νά γνωρίση αὐτόν τόν παράξενο ἄνθρωπο πού ἄκουγε,
καθώς ἔλεγε, τόν Θεό νά τοῦ ὁμιλῆ.
—
Ἔλα αὔριο νά φᾶμε μαζί τό μεσημέρι καί θά τόν δῆς στό τραπέζι μου,
τοῦ εἶπε ὁ γαμπρός του.
Τήν ἄλλη μέρα ὁ βασιλιάς πῆγε στό
παλάτι τοῦ δούκα. Ὁ ἅγιος Παυλῖνος, ὅπως συνήθιζε πάντοτε, ἔφερε φρέσκα φροῦτα
στό τραπέζι. Σάν τόν εἶδε ὁ βασιλιᾶς ταράχτηκε.
—
Κάποιο μυστήριο κρύβει ὁ ἄνθρωπος αὐτός! ψιθύρισε στ’ αὐτί τοῦ
γαμπροῦ του.
Ὅταν ὁ ἐπίσκοπος ἀπομακρύνθηκε, τοῦ
διηγήθηκε ἕνα παράξενο ὄνειρο πού εἶχε δεῖ τήν περασμένη νύχτα.
—
Μοῦ φάνηκε πώς μέ πήγαιναν δεμένο στό κριτήριο, γιά νά δικαστῶ
τάχα γιά ὅλες μου τίς πράξεις. Ἀνάμεσα στούς δικαστές μου, πού ἦταν πολλοί,
βρισκόταν καί τοῦτος ὁ ἄνθρωπος. Ἔδειχνε πώς κατεῖχε ξεχωριστή θέση, γιατί
πρόσταξε νά πάρουν τό σκῆπτρο ἀπό τά χέρια μου καί νά μέ δείρουν μ’ αὐτό.
Ρώτησέ τον, λοιπόν, νά σοῦ φανέρωση ποιός εἶναι. Μά τήν ἀλήθεια, δέν μοῦ
φαίνεται συνηθισμένος ἄνθρωπος.
—
Παραξενεμένος ὁ δούκας ἀπ’ ὅσα ἄκουσε ἀπό τό στόμα τοῦ πεθεροῦ
του, πῆρε παράμερα τόν αἰχμάλωτό του κι ἄρχισε νά τόν ἐξετάζη γιά τήν πατρίδα
καί τήν καταγωγή του.
—
Εἶμαι δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ἔλεγε ὁ ἅγιος, πού ἐσύ δέχτηκες νά τόν
κρατήσης ἀντί τοῦ γιοῦ μιᾶς χήρας.
—
Ὁ δούκας ὅμως δέν ἤθελε πιά νά πειστῆ. Τόν ὅρκισε, λοιπόν, μέ ὅρκους
φοβερούς νά τοῦ φανερώση τήν ἀλήθεια. Ἔτσι ἀναγκάστηκε νά φανερώση πώς ἦταν ἐπίσκοπος
καί πώς θεληματικά παραδόθηκε αἰχμάλωτος γιά τήν ἀγάπη τοῦ πλησίον του. Ὅταν ἄκουσε
αὐτές τίς ἀποκαλύψεις ὁ κύριός του, τόσο τόν εὐλαβήθηκε, πού ἔπεσε στή γῆ καί
τοῦ φίλησε τά πόδια! Ὕστερα τά διηγήθηκε ὅλα στόν Βασιλιᾶ. Κι οἱ δυό μαζί τόν
κάλεσαν καί τοῦ εἶπαν:
—
Ζήτησέ μας ὅ,τι θέλεις, γιά νά σέ στείλουμε μέ πολλά δώρα, ὅπως σοῦ
ταιριάζει, πίσω στήν πατρίδα σου. Γιατί δέν ἁρμόζει νά κρατᾶμε ἐδῶ αἰχμάλωτο ἕναν
ἄνθρωπο σάν καί σένα.
—
Ὁ ἅγιος Παυλῖνος τούς εὐχαρίστησε γιά τίς καλές τους διαθέσεις, ἀλλά
δέν δέχτηκε νά πάρη δῶρα.
—
Σέ τίποτε δέν θά μοῦ χρησιμεύσουν, ἔλεγε. Ἄν ὅμως ἐπιθυμῆτε
πραγματικά νά κάνετε κάποιο καλό, ἐλευθερῶστε ὅλους τούς συμπατριῶτες μου πού
κρατᾶτε ἐδῶ αἰχμαλώτους.
—
Οἱ ἡγεμόνες δέχτηκαν εὐχαρίστως. Ἔγιναν ἔρευνες σέ ὅλο τό βασίλειο,
γιά νά βρεθοῦν οἱ συμπατριῶτες τοῦ ἁγίου. Ἀφοῦ τούς συγκέντρωσαν ὅλους, τούς ἔστειλαν
μέ πλοῖα στήν πατρίδα τους μαζί μέ τόν ἄξιο ἐπίσκοπό τους. Τούς ἔδωσαν καί
πολλά τρόφιμα καί δῶρα.
—
Ὕστερα ἀπό λίγο καιρό πραγματοποιήθηκε ἡ προφητεία. Ὁ βασιλιᾶς
πέθανε καί τόν διαδέχτηκε ὁ νεαρός δούκας, πού σέ ὅλη του τή ζωή θυμόταν τόν ἅγιο
ἐπίσκοπο καί τή συγκινητική του θυσία.
(Γεροντικόν)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου