Σελίδες

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Ἀρχιμ. Αὐγουστίνου Γ. Μύρου "Τοῦ ἄφρονος πλουσίου"

 

Κ Υ Ρ Ι Α Κ Η   Θ′  ΛΟΥΚΑ

Τοῦ ἄφρονος πλουσίου (Λκ 12,16-21)


Ἀγαπητοί μου χριστιανοί,

Μελετώντας τὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ γιὰ τὸν ἄφρονα πλούσιο, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους συμπεραίνουν ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι ἀπὸ μόνος του ἕνα μεγάλο κακὸ στὸν κόσμο μας καὶ ὅτι ὁ Χριστὸς ὁ ἴδιος εἶναι ἕνας μεγάλος ἐπαναστάτης ἐναντίον τῶν πλουσίων. Στὴν πραγματικότητα ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς οὔτε τὸν πλοῦτο κατηγόρησε ὡς κακὸ ἀπὸ τὴν φύση του, οὔτε ἐπιτέθηκε ἀδιάκριτα ἐναντίον ὅλων τῶν πλουσίων. Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι ὁ πλοῦτος εἶναι ἕνα πλῆθος ἀπὸ ὑλικὰ ἀγαθὰ, τὰ ὁποῖα δημιούργησε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Εἶναι γνωστὂ ἐπίσης ὅτι ὑπῆρξαν ἄνθρωποι πλούσιοι, οἱ ὁποῖοι ἦσαν πολὺ ἀγαπητοὶ στὸν Θεό, ὅπως ὁ πατριάρχης Ἀβραάμ, ὁ δίκαιος Ἰώβ καὶ ἄλλοι.

Παρατηρώντας μὲ προσοχὴ τὶς λεπτομέρειες τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, διαπιστώνουμε ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν καταδικάζει ἁπλῶς ἕνα πλούσιο, ἀλλὰ τὸν ἄφρονα πλούσιο, ὅπως τὸν ὀνομάζει. Ἄφρων εἶναι ὁ ἀνόητος, ὁ τρελλός. Ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται πολὺ βαρὺς ὁ χαρακτηρισμός αὐτὸς τοῦ Χριστοῦ γιὰ ἕναν ἄνθρωπο. Ὅμως αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐκφράζει μὲ ἀκρίβεια τὴν παραγματικὴ κατάσταση τοῦ συγκεκριμένου πλουσίου. Κι αὐτὸ διότι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο στέκεται ἀπέναντι στὸν πλοῦτο, ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο διαχειρίζεται τὸν πλοῦτο, εἶναι καθαρὴ παραφροσύνη, δηλαδή τρέλλα.

Πρῶτα πρῶτα ὁ πλούσιος αὐτὸς σκέπτεται κατὰ τρόπο ἐξωπραγματικό, φανταστικό. Θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἀνεξάρτητο καὶ μάλιστα κέντρο τοῦ κόσμου, ὅλου τοῦ σύμπαντος. Οὐσιαστικὰ θεοποιεῖ τὸν ἑαυτό του. Ἀποκλείει τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Τὸν Θεὸ δὲν τὸν ἀναφέρει πουθενά. Οὔτε κἄν τὸ ὄνομά του προφέρει. Ξεχνάει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ἐξαρτημένος ἀπὸ τὸν Θεό, ἁπλούστατα διότι πλάσθηκε ἀπὸ τὸν Θεό· δὲν δημιουργήθηκε μόνος του, ὅπως κανένας ἄνθρωπος.

Αὐτὴ ἡ φαντασίωσή του ὅτι εἶναι αὐθύπαρκτος φαίνεται ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ σκέπτεται. «Διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ», λέγει ὁ εὐαγγελιστής. Αὐτὸς ὁ διαλογισμὸς εἶναι ἡ συζήτηση ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ καταλήγει στὸν ἑαυτό του. Ἀποδεικνύει ἔτσι ὅτι δὲν λαμβάνει ὑπ’ ὄψη του τὴν πραγματικότητα γύρω του, ἀλλὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του αὐτάρκη, κυρίαρχο, δηλαδή, θεό.

Ἡ φαντασίωση καὶ αὐταπάτη τοῦ συγκεκριμένου πλουσίου φανερώνεται καὶ ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁμιλεῖ γιὰ τὸν πλοῦτο ποὺ εὐκαιριακὰ κατέχει. «Οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου», λέγει. Καὶ ἀκόμη· «Θὰ γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες μου καὶ θὰ κτίσω μεγαλύτερες. Καὶ συνάξω ἐκεῖ τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου».

Ἕνας λογικὸς ἄνθρωπος διερωτᾶται: -Γιατὶ εἶναι «δικά του» οἱ καρποὶ καὶ τὰ γενήματα; Πῶς βρέθηκαν στὰ χέρια του; Ποιὸς ἔκανε τὸ χωράφι ποὺ ἔδωκε τὰ γενήματα καὶ τοὺς καρπούς; Ποιὸς ἔστειλε τὸν ἥλιο καὶ τὴ βροχή; Ποιὸς μπορεῖ ἀπὸ μόνος του νὰ φτιάξη ἕνα σπυρὶ ἀπὸ σιτάρι, μιὰ ρώγα ἀπὸ σταφύλι, ἕνα μόνο πορτοκάλι; Ἀσφαλῶς κανείς. Γι’ αὐτὸ ὁ διαλογισμός του εἶναι μετέωρος. Τὸν ὁδηγεῖ νὰ σκέπτεται παράλογα, ἐξωπραγματικά. Θεωρεῖ δικά του αὐτὰ ποὺ δὲν εἶναι δικά του.

Ὁ παραλογισμὸς καὶ ἡ τρέλλα τοῦ πλουσίου ἀποδεικνύεται, τέλος, καὶ ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετωπίζει τὸ ὅλο πρόβλημα τῆς ἀνέλπιστης συσσώρευσης τοῦ πλούτου. «Καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου, ψυχὴ, ἔχεις πολλὰ ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε εὐφραίνου». Ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ ἐξουσιαστὴ τοῦ μέλλοντος. Ποιὸς ἄνθρωπος γνωρίζει καὶ ἐξουσιάζει τὸ μέλλον του; Κανείς. Αὐτὸς ποὺ νομίζει κάτι τέτοιο, ζῆ ἔξω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Εἶναι ἀνόητος, εἶναι ἄφρων.

Τὸ μεγάλο κακὸ ποὺ ἐπισημαίνει ὁ Χριστός γιὰ τὸν πλούσιο τῆς παραβολῆς δὲν εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι πλούσιος, ἀλλὰ τὸ ὅτι ἔχει χάσει τὸν προσανατολισμό του καὶ δὲν ξέρει ποιὸς εἶναι. Ἀγνοεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ ζῆ μέσα στὸ ψέμμα καὶ στὴν ἀπάτη. Ξεχνάει πὼς στὰ πλούτη του δὲν εἶναι ἀφεντικό, ἀλλὰ διαχειριστής. Ζῆ στὴν αὐταπάτη.

Αὐτὴ ἡ τραγικότητα ἀποκαλύπτεται μ’ ἕνα συγκλονιστικὸ γεγονὸς ποὺ εἶναι ἀναπόφευκτο γιὰ ὅλους μας· μὲ τὴν ἀναγγελία τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ θανάτου.«Ἄφρον, ἄμυαλε ἄνθρωπε, αὐτὴν τὴν νύκτα ζητοῦν νὰ πάρουν τὴν ψυχή σου. Αὐτὰ λοιπόν ποὺ ἑτοίμασες καὶ ἀποθήκευσες σὲ ποιὸν θὰ ἀνήκουν μετά;».

Ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ἡ παραβολὴ, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, φωτογραφίζει ἄριστα τὸν βίο ὅλων μας. Ἰδιαίτερα τὸν βίο τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων ποὺ κυριεύονται ἀπὸ τὸ ἄγχος τῆς πλεονεξίας. Χρειαζόμαστε ὅλο καὶ περισσότερα ἀγαθά. Καὶ ἀποδυόμαστε σ’ ἕναν ἀτέρμονα ἀγώνα νὰ τὰ ἀποκτήσουμε. Ἕναν ἀγώνα, ποὺ γεμίζει τὸν βίο μας ἀπὸ ἀγωνία καὶ ἄγχος. Αὐτὸ τὸ ἄγχος μᾶς φθείρει, μᾶς γεμίζει ἀπὸ ἀμέτρητες σωματικές, ψυχικὲς καὶ πνευματικὲς ἀσθένειες. Ἡ ρίζα τοῦ κακοῦ βρίσκεται στὸ ὅτι ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό καὶ χάσαμε τὸν προσανατολισμό μας.

Στὴν πραγματικότητα ξεχάσαμε ὅτι εἴμαστε οἱ διαχειρισταὶ τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ καὶ πιστέψαμε ὅτι εἴμαστε οἱ πραγματικοὶ καὶ αἰώνιοι κάτοχοί τους. Παραμερίσαμε τὸν ἀληθινὸ Θεό καὶ στήσαμε τὸν θρόνο μας ἐπάνω ἀπὸ τὸν δικό του. Ζοῦμε στὴν πιὸ τραγικὴ ψευδαίσθηση. Κι ὅμως κάποια στιγμή, ἴσως καὶ ἀπόψε, νὰ ἀκούσουμε ἐκείνη τὴν ἴδια φωνή· «Τὴν ψυχή σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ...». Γι΄ αὐτὸ ἄς βιαστοῦμε ν’ ἀλλάξουμε πορεία. Νὰ ἐπιδιώξουμε ἕναν ἄλλο πλουτισμό. Νὰ ἀποκτήσουμε τοὺς θησαυροὺς ἐκείνους ποὺ συνάγονται ὄχι σὲ ἀποθῆκες ἀλλὰ μέσα στὴν ψυχή καὶ μεταφέρονται μετὰ τὸν θάνατο στὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὸ θὰ τὸ πετύχουμε, ἐὰν τὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς χάρισε ὁ Θεὸς τὰ διαχειριζόμαστε μὲ φρόνηση καὶ τὰ σκορπίζουμε γεμάτοι ἀπὸ ἀγάπη στοὺς συνανθρώπους μας, ποὺ τὰ ἔχουν ἀνάγκη. Οἱ δύσκολες ἡμέρες ποὺ περνοῦμε, μᾶς δίνουν πολλὲς εὐκαιρίες νὰ δείξουμε ἔμπρακτα τὴν χριστιανική μας ἀγάπη. Ἀμήν.

 

Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου