Η ΑΠΑΡΧΗ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ
Α' ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ
Μᾶς ἀξιώνει, Σεβασμιώτατε Δέσποτα, εὐσεβεῖς
καί φιλόθεοι ἀδελφοί, (μᾶς ἀξιώνει) ὁ Πανάγαθος καί Πολυεύσπλαχνος Θεός νά ζοῦμε
ἀπόψε ἐκκλησιαστικά τήν μετάβασή μας ἀπό τό προπαρασκευαστικό πρῶτο μέρος τοῦ εὐλογημένου
Τριωδίου στό δεύτερο καί κύριο μέρος του, στό στάδιο τῶν ἀρετῶν, στήν ἁγία καί
Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Σταθερή καί ἀταλάντευτη, ἀλλά γεμάτη
στοργή καί ζωντανή ἐλπίδα ἀκούστηκε στά ἑσπέρια στιχηρά ἡ φωνή τῆς Μητέρας μας Ἐκκλησίας,
πού μᾶς προτρέπει νἀ εἰσέλθουμε στό ἱερό γυμναστήριο:
Ἀδελφοί, «Τόν τῆς νηστείας καιρόν φαιδρῶς ἁπαρξώμεθα, πρός ἀγώνας πνευματικούς
ἑαυτούς ὑποβάλλοντες. ἁγνίσωμεν τήν ψυχήν τήν σάρκα καθάρωμεν. νηστεύσωμεν ὥσπερ
ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντός πάθους, τάς ἀρετάς τρυφῶντες τοῦ πνεύματος, ἐν αἷς
διατελοῦντες πόθῳ ἀξιωθείημεν πάντες κατιδεῖν τό πάνσεπτον πάθος καί τό Ἅγιον Πάσχα πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι».
Αὐτή ἡ ἀπαρχή τῶν πνευματικῶν ἀγώνων
συντελεῖται, (ἀδελφοί,) μέσα σ’ ἕνα κλῖμα ἀνυπόκριτης ἀγάπης, πραγματικῆς συγχωρήσεως
ἀλλήλων, καί ἁγιαστικῆς κατανύξεως, πού μᾶς χαρίζει ἡ ἀνεκτίμητη αὐτή ἀκολουθία
τοῦ πρώτου κατανυκτικοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς
περιόδου.
Ἐάν τώρα θελήσουμε μέ περισσότερη ἀκρίβεια
νά προσδιορίσουμε τήν ὥρα ἐνάρξεως τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, μέ εὐκολία μποροῦμε
νά ποῦμε ὅτι αὐτή συμπίπτει μέ τή στιγμή πού ἐκφωνεῖται τό προκείμενον τοῦ Ἑσπερινοῦ.
Μετά τόν ἐπιλύχνιο ὕμνο «Φῶς ἰλαρόν ἁγίας δόξης…» παρατηρεῖται
μέσα στόν Ναό μία αἰσθητή ἀλλαγή, ἡ ὁποία δηλώνεται μέ τήν ἀντικατάσταση τόσο τῶν
ἱερῶν καλυμμάτων τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὅσο καί τῶν ἱερῶν ἀμφίων τῶν λειτουργῶν.
Τά συνήθη λευκά καί ἀναστάσιμα καλύμματα καί ἄμφια ἀποσύρονται καί δίνουν τή
θέση τους στά ἀντίστοιχα κατανυκτικά (μώβ). Ἐκείνη τή στιγμή ὁ ἱερουργός ἐξέρχεται
στήν ὡραία πύλη καί ἐκφωνεῖ: «Ἑσπέρας
προκείμενον». Ἀμέσως ὁ χορός τῶν ἱεροψαλτῶν ψάλλει κατανυκτικά τό Μέγα
Προκείμενον τῆς ἡμέρας.
Τό σύνηθες προκείμενο, πού ψάλλεται
σέ κάθε ἑσπερινό καί εἶναι διαφορετικό γιά τήν κάθε ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἀναγγέλλει
τήν ἀλλαγή τῆς ἡμέρας – τό τέλος αὐτῆς πού πέρασε καί τήν ἀρχή αὐτῆς πού ἔρχεται.
Τό Μέγα Προκείμενο (ἕνα ἀπό τά δύο πού ψάλλονται σ’ αὐτούς τούς Ἑσπερινούς),
μαζί μέ τήν καινούργια μέρα, ἀναγγέλλει καί τόν ἐρχομό τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης
Τεσσαρακοστῆς, ἀφοῦ ἡ ἡμέρα αὐτή εἶναι ἡ πρώτη τῆς κατανυκτικῆς περιόδου.
Τό Μέγα Προκείμενο, πού ἀκούσαμε ἀπόψε,
δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνα ἀκριβές παράθεμα ἀπό τόν 68ο ψαλμό:
«Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου
ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι,
ταχὺ ἐπάκουσόν μου,
πρόσχες τῇ ψυχῇ μου, καὶ λύτρωσαι αὐτήν,
ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν μου ρῦσαί με.» (Ψαλ. 68, 18-19)
Εἶναι δύσκολο νά περιγράψουμε μέ ἀκρίβεια
τό μεγαλεῖο καί τήν ἀξία τοῦ λιτοῦ μέν, ἀλλά βαθυστόχαστου καί καθ’ ὅλα οὐσιαστικοῦ
αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ποιήματος. Τί νά πρωτοθαυμάση κανείς; Τήν ποιητική τέχνη,
πού ἐναρμονίζει ἀριστουργηματικά τόν λόγο μέ τούς μύχιους ἀνθρώπινους πόθους
καί τίς γεμάτες ἔξαρση ἐκδηλώσεις τῆς ψυχῆς του; Τή μουσική τέχνη, πού μέ τήν
κατάλληλη μελωδία μᾶς κάνει νά ἀκοῦμε τό «ὅτι
θλίβομαι» ζώντας στήν κατάσταση τῆς χαρμολύπης; Τό περιεχόμενό του, πού εἶναι
ἕνα κήρυγμα ὑψηλῆς θεολογίας, θεογνωσίας καί ἀνθρωπογνωσίας; Εἶναι λόγος ἁγιοπνευματικός,
πού ἀγγίζει τήν καρδιά καί τόν νοῦ καί ὁδηγεῖ πρός τή μεταμόρφωση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου.
Εἶναι αὔρα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία θωπεύει τήν κατατραυματισμένη ἀπό τά
πάθη ψυχή καί ἐμπνέει τόν ἄνθρωπο νά πορευθῆ πρός τά ἄνω, τά οὐράνια. «Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας». Ἐκφράζει
ἀκριβῶς τό ἀντίθετο φρόνημα ἀπό ἐκεῖνο πού αὐτάρεσκα διαλαλοῦν τά χαμαίζηλα καί
συχνά χυδαῖα καρναβαλικά ἄσματα.
αὐτά πού ἀναζωπυρώνουν τά πάθη καί προβάλλουν ὡς πρότυπο τήν ἁμαρτία καί τή
διαστροφή. αὐτά πού ὑποβιβάζουν
τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί μᾶς κάνουν νά κοκκινίζουμε ἀπό ντροπή. Γι’ αὐτό καί ἀποστρεφόμαστε
τίς εἰδωλολατρικές καρναβαλικές ἐκδηλώσεις. Δέν συμμετέχουμε σ’ αὐτές, διότι
δέν μᾶς ἐκφράζουν. εἶναι
βαθύτατα ἀντιεκκλησιαστικές, τόσο στήν πίστη ὅσο καί στό ἦθος.
Ἐμεῖς ὅσοι πιστοί, στά δύσκολα καί ἀποκαλυπτικά
αὐτά χρόνια πού ζοῦμε, καί στίς κρίσιμες αὐτές ὧρες, δέν ἐγκαταλείπουμε τήν
προγραμματισμένη ἀπό αἰῶνες ἱερή αὐτή ἐπισυναγωγή, (ὅπως τό κάνουν ὅσοι ἐνσυνείδητα
συμμετέχουν στό καρναβαλικό ἀντιπρόγραμμα.)
Ἐδῶ, στήν ἱερή μας αὐτή σύναξη,
προετοιμαζόμαστε κατάλληλα γιά τό ξεκίνημα τοῦ νέου πνευματικοῦ ἀγῶνος καί ἀκοῦμε
τά παραγγέλματα γιά τά ποικίλα πνευματικά ἀγωνίσματα, πού ἀρχίζουν ἀμέσως μέ
τήν ἔναρξη τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.
Τό Μέγα Προκείμενο, γιά τό ὁποῖο ἄρχισα
νά ὁμιλῶ, εἶναι τό ἐναρκτήριο σἀλπισμα, τό ὁποῖο δίνει τό σύνθημα γιά τήν ἐκκίνηση
τῶν πνευματικῶν ἀγωνιστῶν. Συγχρόνως ὅμως ἀναγγέλλει καί τό νόημα καί τόν σκοπό
καί τή μέθοδο τῶν ἀσκητικῶν πνευματικῶν ἀγώνων. Εἶναι ἀπαραίτητο γιά τόν ἀγωνιστή
πού εἰσέρχεται στό στάδιο νά ἀθλήση, νά γνωρίζη καλά γιατί ἀγωνίζεται, ποῦ
στοχεύει, τί χρειάζεται γιά τήν ἐπιτυχία καί πῶς θά ἐπιτύχη τόν στόχο του.
Γιά ὅλα αὐτά μᾶς προετοιμάζει τό Μέγα
Προκείμενο. Γιά τήν καλύτερη ὅμως κατανόησή του θά ἐπιχειρήσω σύντομα νά ἐμβαθύνω,
κάπως στό περιεχόμενό του, ἀλλά καί νά τό συνδέσω μέ τό νόημα τῆς Ἁγίας
Τεσσαρακοστῆς.
Ξεκινώντας ἀπό τό φυσικό περιβάλλον,
μέσα στό ὁποῖο ἀπαντᾶται ὁ ὕμνος, δηλ. τόν 68ο ψαλμό, διαπιστώνουμε ὅτι ὁ ἐν λόγῳ ψαλμός ἀναφέρεται στίς πολλές καί
ποικίλες θλίψεις τοῦ προφητάνακτος Δαυΐδ. Γύρω του λυσσομανοῦν πανίσχυροι καί
φανατικοί οἱ ἐχθροί του. Ἀνάμεσα σ’ αὐτούς συγκαταλέγεται καί αὐτός ὁ γυιός του
Ἀβεσσαλώμ. Στίς δύσκολες αὐτές ὧρες πού ἀντιμετωπίζει ἐπικείμενο τόν κίνδυνο τῆς
ἐκπτώσεως καί τῆς ἐξοντώσεώς του ἀκόμη, χωρίς καμμία οὐσιαστική βοήθεια,
γνωρίζει ὅτι τό μόνο στέρεο καί ἀμετακίνητο στήριγμά του εἶναι ὁ Θεός. Στή δική
του βοήθεια καί ἀντίληψη ἐλπίζει. Ὅταν ὅμως ρίχνει ἕνα βλέμμα μέσα του καί
βλέπει τή δική του ἁμαρτωλότητα καταλαμβάνεται ἀπό ἀγωνία καί φόβο. Πῶς νά τόν
βοηθήση ὁ Θεός; Πῶς νά στηρίζη τό βλέμμα του πάνω στήν ἀθλιότητα τῆς ἁμαρτίας,
πού θά μποροῦσε νά τήν περιγράψη ὅπως τό κάνει σ’ ἄλλον ψαλμό: «προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπὸ
προσώπου τῆς ἀφροσύνης μου·» (Ψαλ. 37,6). Γι’ αὐτό ξεσπᾶ σέ θερμότατη ἱκεσία
πρός τόν Θεό, ἀναγνωρίζοντας τήν ἀναξιότητα καί τήν ἁμαρτωλότητά του: «Μὴ
ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι, ταχὺ ἐπάκουσόν
μου, πρόσχες τῇ ψυχῇ μου, καὶ λύτρωσαι αὐτήν». (Ψαλ. 68, 18-19)
Ἀλλά καί ἐδῶ τό λέγει: «Ἐνεπάγην εἰς ἰλὺν βυθοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ὑπόστασις·»(Ψαλ.
68,3).
Ἡ ἀποστροφή τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ ἀπό
τό πλάσμα του εἶναι μία ἀνθρωποπαθής εἰκόνα. Ὁ Θεός οὔτε ἀνθρώπινο πρόσωπο ἔχει,
οὔτε ἀνθρώπινα ἀντιδρᾶ, ὥστε νά στρέψει σ’ ἄλλη κατεύθυνση τό πρόσωπό του. Ὅμως
ἡ εἰκόνα εἶναι κατάλληλη νά ἐκφράση τή δυσαρμονία στίς σχέσεις τοῦ Θεοῦ μέ τά
κτίσματα καί τά πλάσματά του. Ὅταν ὁ Θεός εὐαρεστεῖται ἀπό τά δημιουργήματά του
παρουσιάζεται νά ἔχει τό βλέμμα του στραμμένο, γεμᾶτο ἀνάπαυση, ἐπάνω τους.
Τότε τά μέν ἄψυχα κτίσματα ὑπάρχουν ἁρμονικά, ὁ δέ ἄνθρωπος πορεύεται εὐτυχισμένος
«ἐν τῷ φωτί τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ»
(Ψαλ. 88,15)
Ὅταν τώρα ὁ Θεός δυσαρεστεῖται ἀπό τά
δημιουργήματά του, τότε παρουσιάζεται νά ἀποστρέφη τό πρόσωπό του. Εἶναι
χαρακτηριστικός πάλι ὁ λόγος τοῦ ψαλμωδοῦ, ὅπως τόν ἀκοῦμε στήν ἀρχή τοῦ Ἑσπερινοῦ:
«Ἀνοίξαντός σου τήν χεῖρα τά σύμπαντα
πλησθήσονται χρηστότητος. ἀποστρέψαντος δέ σοῦ τό πρόσωπου ταραχθήσονται»
(Ψαλ. 103,29).
Στήν πραγματικότητα, ἡ ἀποστροφή αὐτή
τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ σημαίνει τήν ἐγκατάλειψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν ἀπομάκρυνση
τῆς θείας χάριτος ἀπό τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, ὅπως πάλι τό δηλώνει στή συνέχεια
τοῦ ἰδίου ψαλμοῦ: «Ἀντανελεῖς τό πνεῦμα
αὐτῶν καί ἐκλείψουσι καί εἰς τόν χοῦν αὐτῶν ἐπιστρέψουσιν. Ἐξαποστελεῖς τὸ πνεῦμά
σου, καὶ κτισθήσονται, καὶ ἀνακαινιεῖς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς». (Ψαλ.
103,29-30)
Ἀκόμη καλύτερα φαίνεται ὅτι ἡ ἀποστροφή
τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ συνδέεται ἄμεσα μέ τήν ἐγκατάλειψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
στήν δέηση τοῦ Δαυΐδ, πού βρίσκουμε στόν 50ο ψαλμό: «Μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου καὶ
τὸ πνεῦμά σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ». (Ψαλ. 50,13)
Εἶναι ἀνάγκη νά σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι αἴτιος
τῆς ἀποστροφῆς αὐτῆς, καί κατά συνέπειαν τῆς ἄρσεως τῆς Θείας χάριτος, δέν εἶναι
ποτέ ὁ Θεός, ἀλλά πάντα ὁ ἔνοχος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κάνει κακή χρήση τῆς ἐλευθερίας
του. Οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, στήν προσπάθειά τους νά ἐξηγήσουν αὐτή τήν
παράδοξη ἀλήθεια, ἐπιστρατεύουν τό παράδειγμα τοῦ ἡλίου, ὁ ὁποῖος τό μέν κερί
τό λειώνει, τόν δέ πηλό τόν συσφίγγει καί τόν στερεώνει. καί πάλι τό μέν φυτό πού ἔχει τή ρίζα του σέ ὑγρασία
τό ζωογονεῖ, ἐνῶ ἐκεῖνο πού ἔχει τή ρίζα του σέ ἄνυδρο τόπο τό ξηραίνει. Τό
παράδειγμα σημαίνει ὅτι δέν εἶναι ὁ Θεός πού μεταβάλλεται ἄλλοτε σέ ἀγαθό καί
σπλαχνικό πατέρα καί ἄλλοτε σέ αὐστηρό καί τιμωρό κριτή, ἀλλά ἡ δική μας
πνευματική κατάσταση, πού ἄλλοτε δέχεται τήν εὐεργετική του χάρη, γιά νά ἀναζωογονηθῆ
καί ἄλλοτε τήν ἀρνεῖται, γιά νά ξηραθῆ πνευματικά.
Ὁ ἀληθινός Θεός εἶναι καθαρός καί ἀκήρατος
καί τό Πνεῦμα του ἀναπαύεται στίς καθαρές ἀνθρώπινες καρδιές. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦμε
τόν Θεό εἰλικρινά καί τόν ζητοῦμε, τό Πνεῦμα τό
Ἅγιον ἔρχεται, καθαρίζει τήν καρδιά μας καί σκηνώνει σ’ αὐτήν. Ὅταν ὅμως
παραδίνουμε τόν ἑαυτό μας στά πάθη καί προτιμοῦμε τή σαρκική ζωή παρά Ἐκεῖνον,
τότε τό Ἅγιον Πνεῦμα, μή μπορῶντας νά συγκατοικήση μέ τήν ἀκαθαρσία τῆς ἁμαρτίας,
ἀπομακρύνεται ἀπό κοντά μας καί μᾶς ἀφήνει ἔρημους πνευματικά. Πόσο χαρακτηριστικός
εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γιά τούς ἀνθρώπους ἐκείνους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού
συμπαρασύρθηκαν ἀπό τούς γύρω εἰδωλολάτρες στόν δικό τους τρόπο ζωῆς, λησμονώντας
τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ: «οὐ μὴ καταμείνῃ
τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς
σάρκας…»(Γεν. 6,3). Αἰτία τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀπό
τούς ἀνθρώπους εἶναι τό γεγονός ὅτι ἔγιναν ἕνα μέ τήν ἁμαρτία, ὅτι τούς
κυρίευσε ἀμετανόητα τό σαρκικό φρόνημα.
Τό ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστροφῆς τοῦ
προσώπου τοῦ Θεοῦ ἀπό τό πλάσμα του, δηλ. ἡ ἀπομάκρυνση ἀπ’ αὐτό τῆς Θείας
χάριτος, εἶναι αὐτό πού ἐκφράζει ἡ ψαλμική πρόταση: «ὅτι θλίβομαι».
Ἐμεῖς στό ἄκουσμά της σχηματίζουμε
τήν ἐντύπωση ὅτι πρόκειται κυρίως γιά μία ἄσχημη ψυχολογική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου,
πού δημιουργεῖται ἀπό τήν ἀποστροφή ἑνός ἀγαπητοῦ προσώπου. Ὅτι, δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος
περιπίπτει σέ μία κατάσταση ἀθυμίας, μελαγχολίας καί ἀπογνώσεως. Ὅμως ἡ
πραγματικότητα εἶναι πολύ χειρότερη. Ἡ θλίψη τοῦ ἐγκαταλελειμμένου ἀπό τή Θεία
χάρη ἀνθρώπου δέν ἐκφράζει μόνο τήν ψυχολογική του κατάσταση, ἀλλ’ ἔχει σχέση
μ’ αὐτήν τήν οὐσία τῆς ὑπάρξεώς του καί τόν ἴδιο τόν προορισμό της.
Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ὑπάρχη ἀπό
μόνος του, ἐπειδή εἶναι δημιούργημα. Μ’ αὐτή τήν προϋπόθεση, δέν μπορεῖ μόνος
του καί νά ὁρίση τόν σκοπό τῆς ὑπάρξεώς του, διότι αὐτόν τόν ἔχει προσδιορίσει ὁ
Δημιουργός του. Οὔτε πάλι μπορεῖ νά φθάση μόνος στόν προορισμό του, στή θέωση, ἐπειδή
αὐτός ξεπερνάει τή φύση του. Ἡ θέωση εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχουν, ἑπομένως, ἀναντίρρητες σχέσεις ἀνάμεσα
στόν Θεό καί στόν ἄνθρωπο, στόν Δημιουργό καί τό πλάσμα του. Ἡ διαταραχή στίς
σχέσεις αὐτές ἀπειλεῖ αὐτή τήν ἴδια τήν ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁπωσδήποτε δέ ἀπειλεῖ
καί τήν ἐπίτευξη τοῦ βασικοῦ σκοποῦ τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι ἡ θέωση. Πῶς μποροῦμε νά ὁμοιωθοῦμε μέ τόν Θεό, ὅταν χάσουμε τήν ἐπαφή
μαζί του; Πῶς μποροῦμε νά θεωθοῦμε χωρίς τή δική του χάρη;
Μ’ αὐτή τήν προοπτική ἡ θλίψη τοῦ
πιστοῦ ἀπό τήν ἀποστροφή τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ προσλαμβάνει ἄλλες διαστάσεις.
Ξεπερνάει τά ὅρια τοῦ ψυχολογικοῦ πόνου, ἐπειδή ἕνα ἀγαπητό μας πρόσωπο δέν μᾶς
ἀποδέχεται, καί μετατρέπεται σέ ὑπαρξιακή ἀγωνία γι’ αὐτή τήν ἴδια τήν ὐπόστασή
μας καί τόν προορισμό τῆς ζωῆς μας. Μέ ἄλλα λόγια ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό εἶναι ὑπόθεση
ἀληθινά ζωῆς ἤ θανάτου.
Αὐτό θά φανῆ καθαρά στό τέλος τῆς ἱστορίας
τοῦ κόσμου, στήν ἔσχατη κρίση, πού θά γίνη μέ τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν, τήν ἡμέρα ἐκείνη θά σταθοῦμε «γυμνοί
καί τετραχηλισμένοι» μπροστά στό βῆμα τοῦ αἰωνίου Κριτοῦ, θά ἀντιληφθοῦμε
ὅτι ἡ μόνη σχέση, ἀπό τήν ὁποία θά ἐξαρτᾶται, ἡ ὕπαρξή μας, ἡ ζωή μας, τό αἰώνιο
μέλλον μας, ἡ μόνιμη εὐτυχία ἤ ἡ μόνιμη δυστυχία μας, θά εἶναι ἡ σχέση μας μέ
τόν Θεάνθρωπο Κριτή. Μέσα σ’ αὐτή τή μόνη καί ἀπόλυτη ἐξάρτηση ἀπό τόν ἔνδοξο
Θεό, ἄς σκεφθοῦμε νά τόν δοῦμε νά ἀποστρέφη ἀπό μᾶς τό πρόσωπό του. Τότε σβήνουν
τά πάντα καί γιά πάντα καί ζοῦμε στή χειρότερη καί ἀμετάβλητη μορφή δυστυχίας,
στήν αἰώνια κόλαση.
Ὅλα αὐτά, πού οἱ πολλοί ἄνθρωποι στίς
μέρες μας ἐπιμελῶς ἀποφεύγουν νά τά σκέπτονται, καί συγχρόνως προσπαθοῦν μέ τά
καρναβαλικά προγράμματα νά ὡραιοποιήσουν τήν τραγική πραγματικότητα, οἱ ἅγιοι
τοῦ Θεοῦ τά ἔχουν καθημερινή τους ἔγνοια καί μελέτη. Γνωρίζουν ἔτσι, νά
παρατρέχουν τά ἐφήμερα, τά φθηνά, τά ἐπιπόλαια, πού ἁπλῶς εἶναι φανταχτερά, ὅπως
οἱ ψεύτικες χάντρες, αὐτά πού διαλαλεῖ ὁ κόσμος, καί νά προσέχουν τά γνήσια, τά
μόνιμα καί τά ἀληθινά, αὐτά πού μένουν εἰς τόν αἰώνα, ὅπως εἶναι ὁ φωτισμός, ὁ ἁγιασμός,
ἡ ὁμοίωση μέ τόν Θεό. Ὅλα αὐτά πού ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα οἱ ἁρμονικές σχέσεις μέ
τόν Πλάστη μας, τόν ἄφθαρτο καί ἀθάνατο Θεό.
Σεβασμιώτατε, ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Σήμερα, Κυριακή τῆς Τυρινῆς, ζοῦμε
λατρευτικά στήν Ἐκκλησία μας τή μεγάλη τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου, πού στά πρόσωπα
τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας ἐξορίζεται ἀπό τόν Παράδεισο. «Ἐκάθισεν Ἀδάμ, ἀπέναντι τοῦ
Παραδείσου, καὶ τὴν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο. Οἴμοι, τὸν ἀπάτη πονηρὰ
πεισθέντα καὶ κλαπέντα, καὶ δόξης μακρυνθέντα! Οἴμοι, τὸν ἁπλότητι γυμνόν, νῦν
δὲ ἠπορημένον! Ἀλλ᾽ ὦ Παράδεισε, οὐκέτι σου τῆς τρυφῆς ἀπολαύσω, οὐκέτι ὄψομαι
τὸν Κύριον καὶ Θεόν μου καὶ Πλάστην· εἰς γὴν γάρ ἀπελεύσομαι, ἐξ ἧς καὶ προσελήφθην.
Ἐλεῆμον Οἰκτίρμον βοῶ σοι· Ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα.» (Δοξαστικό Ἑσπερινοῦ
Τυρινῆς).
Στήν ἱστορία αὐτή τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας
βλέπουμε ὁ καθένας τόν ἑαυτό του. Εἴμαστε κι ἐμεῖς οἱ ἐξόριστοι τοῦ παραδείσου.
Ὁ χαμένος παράδεισος, αὐτός πού ἀρνηθήκαμε ἁμαρτάνοντας, εἶναι ἡ μεγάλη πληγή
στήν καρδιά μας, τό ἀνέκφραστο ἐσωτερικό μας δρᾶμα.
Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία,
ἡ στοργική μας μάννα, αὐτή πού εἰλικρινά μᾶς ἀγαπᾶ καί συγχρόνως γνωρίζει
τέλεια τό ἀληθινό μας συμφέρον, ἔχει ἀναλάβη τήν πρωτοβουλία νά μᾶς ὁδηγήση καί
πάλι στόν πολυπόθητο Παράδεισο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό σχεδιάστηκε κατάλληλα ἡ
περίοδος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μέ σειρά πνευματικῶν ἀγωνισμάτων.
τήν προσευχή, τή νηστεία, τή μετάνοια, τή συγχώρηση, τήν ἐλεημοσύνη. Γι’ αὐτό ἀπόψε,
στήν ἐπίσημη αὐτή ἔναρξή της μᾶς καλεῖ νά δώσουμε τά χέρια καί ἀπό τήν καρδιά
μας νά συγχωρήσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, ὥστε ἀνάλαφροι ν’ ἀποδοθοῦμε στά πνευματικά
ἀγωνίσματα. Γι’ αὐτό τήν ἀκριβῆ ὥρα μᾶς σαλπίζει μέ τό Μέγα Προκείμενο καί μᾶς
προειδοποιεῖ ὅτι πέρα ἀπό τή δική μας
προσπάθεια χρειαζόμαστε ἀπαραίτητα τή Θεία χάρη. Αὐτή τή χάρη, πού δίνεται μέ
τήν εὐαρέσκεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέ τήν προσήλωση τοῦ προσώπου του ἐπάνω
μας. Γι’ αὐτό ἀπό τήν πρώτη στιγμή τόν θερμοπαρακαλοῦμε: «Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ
τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι». Ἀντίθετα: «πρόσχες τῇ ψυχῇ μου καὶ λύτρωσαι
αὐτήν». Γιά νά ἔχουμε πλούσια τή χάρη σου, πού θά μᾶς λυτρώση,
προσήλωσε τό πρόσωπό σου ἐπάνω μας. Ἀξίωσέ μας νά συμμετάσχουμε ἐνσυνείδητα καί
ἐνεργά στήν πορεία ἐπιστροφῆς στόν παράδεισό σου. Κι ὅταν, ὕστερα ἀπό 50
περίπου ἡμέρες γιορτάζουμε τή λαμπροφόρο ἀνάσταση, ἄς ζοῦμε ἔντονα τήν παρουσία
σου μέσα στή Βασιλεία σου, εὐφραινόμενοι μέ τό ἀπρόσιτον φῶς τοῦ προσώπου σου. Ἀπόψε
γιορτάζουμε τήν ἀπαρχή τῶν πνευματικῶν ἀγώνων μέ τήν ἴδια προοπτική, πού τόσο
θαυμαστά διατύπωσε ὁ Δαυϊδ: Κύριε «χορτασθήσομαι
ἐν τῷ ὀφθῆναι μοι τήν δόξαν σου». (Ψαλ. 16,15) Ἀμήν.
Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου