ΚΥΡΙΑΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
«ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ
ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ»
Εὐχαριστῶ τόν ἅγιο Θεό πού μέ ἀξιώνει ἡ χάρις Του τήν ἱερή καί ἐπίσημη αὐτή
ἡμέρα νά εὑρίσκομαι στήν ὡραία καί ἱστορική Φλώρινα, στό προπύργιο αὐτό τοῦ
Βορειοδυτικοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τό ὁποῖο μέ συνδέουν μακροί καί ἱεροί δεσμοί. Εἴκοσι
περίπου καλοκαίρια πέρασα ἐργαζὀμενος στίς Ἐκκλησιαστικές Κατασκηνώσεις τῆς «Πρώτης»
καί ἰσάριθμες σχεδόν φορές γιόρτασα τίς μεγάλες γιορτές τῆς Παραδόσεώς μας στόν
Μητροπολιτικό Ναό τῆς πόλεως. Τό πρόσωπο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Φλωρίνης καί γέροντος π. Αὐγουστίνου, μέ τόν ὁποῖο μέ συνδέουν ἰσχυροί
πνευματικοί δεσμοί καί τό ὁποῖο ἔπαιξε ἀποφασιστικό ρόλο στή θεολογική μου ἐξέλιξη,
ἀποτελοῦσε καί ἀποτελεῖ σημεῖο ἀναφορᾶς στίς σχέσεις μου μέ τή Φλώρινα.
Αἰσθάνομαι, ἐπίσης
νά εὐχαριστήσω ἐπίσημα ἀπό τή θέση αὐτή τόν Σύλλογο Ἐπιστημόνων Φλωρίνης, «Ο
ΒΛΑΣΙΟΣ ΠΑΣΚΑΛ», γιά τήν τιμητική τους πρόσκληση, πού μοῦ δίνει τήν εὐκαιρία νά
ἐπικοινωνήσω μαζί σας καί νά καταθέσω τήν ταπεινή μου μαρτυρία ἀπό τή μελέτη
καί τή μικρή μου ἐμπειρία στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.
Σήμερα, τήν
μεγάλη καί ἐπίσημη αὐτή ἡμέρα, πρώτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ἑορτάζομαι τό
θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας. Στίς μέρες μας γίνεται λόγος γιά τήν Ὀρθοδοξία σέ
παγκόσμιο ἐπίπεδο ὅσο ποτέ ἄλλοτε. Κυκλοφορεῖ ἕνα πλῆθος ἀπό βιβλία μέ ἀναφορά
στήν Ὀρθοδοξία, τόσο στήν Ἑλλάδα, ὅσο καί στό ἐξωτερικό. Καί τό σημαντικότερο ἀπό
ὅλα, παρατηρεῖται μία τάση ἐπιστροφῆς ἑτεροδόξων ἀλλά καί ἀλλοθρήσκων στήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία. Οἱ μεταστραφέντες ἑτερόδοξοι στήν Ὀρθοδοξία σήμερα πρέπει νά ἀριθμοῦνται
σέ μερικές δεκάδες χιλιάδες. Μόνον στό Βέλγιο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία περιλαμβάνει
τρεῖς χιλιάδες Βέλγους. Στήν Ἀμερική ἔχουμε ἐπίσης ἕνα κῦμα μεταστροφῶν. Μόλις ἔχω
τελειώσει τή μετάφραση ἑνός ἐξαιρετικοῦ βιβλίου, «Dancing Alone», ἑνός πρώην Εὐαγγελικοῦ προτεστάντη, πού ἔγινε Ὀρθόδοξος
ὕστερα ἀπό ἔρευνα καί μελέτη τῶν πηγῶν, πού διήρκεσε 14 χρόνια καί πιστεύω
μέχρι τό φθινόπωρο νά κυκλοφορήση ἀπό τίς ἐκδόσεις «Ἀκρίτας».
Ὅμως, τόν ἴδιο
καιρό ἐδῶ στήν πατρίδα μας, πού ἔχουμε παρόμοια φαινόμενα, (στροφή τῶν νέων
πρός τήν Ἐκκλησία, πρός τόν μοναχισμό) παρατηρεῖται στόν μέσο Ἕλληνα τό
φαινόμενο ἑνός βαθύτατου διχασμοῦ.
Ἕνας ὀξυδερκής παρατηρητής, πού παρακολουθεῖ
τόν σύγχρονο Ἕλληνα μπορεῖ εὔκολα νά τό
διαπιστώσει. Θά δῆ ἀνθρώπους νά πᾶνε τό πρωΐ στήν Ἐκκλησία νά λειτουργηθοῦν καί
τό βράδυ νά κάθονται ὧρες ὁλόκληρες νά ἀπολαμβάνουν ἀνεπίτρεπτες σκηνές στή
μικρή ὀθόνη. Ἄλλοι πάλι νά βλασφημοῦν μέ τήν παραμικρή αἰτία τόν Θεό καί τήν
Παναγία καί στόν πρῶτο κίνδυνο νά φωνάζουν: «Παναγία μου! Παναγία σῶσαι με». Ἄλλοι νά εἶναι ἄσχετοι μέ τή ζωή τῆς
Ἐκκλησίας καί νά ἀπαιτοῦν ἡ κόρη τους ἤ ὁ γυιός τους νά τελέσουν τόν
θρησκευτικό γάμο. Κι ἄλλοι, πάλι χριστιανοί κι αὐτοί, νά δικαιολογοῦν κάποιον,
πού ἀρνεῖται νά κάνη μόνον πολιτικό γάμο, καί ἐπιμένει νά κηδευθῆ θρησκευτικά.
(Πρίν ἀπό καιρό, ὅταν προέκυψε τό θέμα τῆς κηδείας στή Δράμα μέ πλησίασαν δύο ἁπλοϊκοί
ἄνθρωποι στήν πλατεῖα τῆς Κοζάνης γιά νά μέ ρωτήσουν:
-«Τί
λές ἐσύ παπᾶ, ἐπιτρέπεται ὀ δεσπότης νά ἐπιτρέψη νά ταφῆ ἐκκλησιαστικά ἡ κυρία
πού ἔκανε πολιτικό γάμο;» Ἐγώ τούς ἀπάντησα:
-«Ἐσεῖς
τί λέτε, ἐπιτρέπετε μία χριστιανή νά μή θέλη νά κάνη θρησκευτικό γάμο;»
-«Αὐτό
εἶναι δική της ὑπόθεση».
–«Γιατί
τότε καί ἡ ἄρνηση τοῦ ἐπισκόπου νά μήν εἶναι δική του ὑπόθεση;»).
Ὅλα αὐτά,
πού δειγματολειπτικά ἀνέφερα, φανερώνουν μία πνευματική τραγωδία. Ὅπως ἔγραψε ὁ
π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν: «εἶναι ἡ
πνευματική τραγωδία τῆς ἐκκοσμίκευσης. αὐτή
πού μᾶς σπρώχνει σέ μία πραγματική θρησκευτική «σχιζοφρένεια», ἕνα σπάσιμο δηλ.
τῆς ζωῆς μας σέ δυό κομμάτια. τό κοσμικό καί τό θρησκευτικό, πού ἔχουν
ὅλο καί λιγότερη ἀλληλοεξάρτηση» (Α. Σμέμαν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, σελ.
116)
Τί εἶναι ἡ ἐκκοσμίκευση: Ὁ τραγικός αὐτός διχασμός τοῦ ἀνθρώπου, πού στέκεται μέ τό ἕνα
πόδι στόν κόσμο καί μέ τό ἄλλο στήν Ἐκκλησία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐκκοσμίκευσης.
Κι ἄν ἤθελα γενικά νά προσδιορίσω τήν ἐκκοσμίκευση, θά ἔλεγα πώς εἶναι μία ἐξελισσόμενη
ἀλλοίωση τῆς Ὀρθοδοξίας ἤ καλύτερα τοῦ Ὀρθοδόξου τρόπου ζωῆς. Ὅπως ἡ ἐκλεκτή
τροφή, πού ἐκτίθεται στά μικρόβια, ἀλλοιώνεται καί γίνεται δηλητήριο, ὅπως τό
μέταλλο πού ἐκτίθεται στόν ἀέρα καί τήν ὑγρασία σκουριάζει, ὅπως τό καθαρό
χρυσάφι, ὅταν ἀναμιγνύεται μέ ἄλλα εὐτελῆ μέταλλα χάνει τήν ἀξία του, ἔτσι ἀκριβῶς
καί ὁ Ὀρθόδοξος τρόπος ζωῆς ἀλλοιώνεται, ἀλλοτριώνεται, ὅταν ἀναμιχθῆ μέ ἄλλους
τρόπους, τῆς εὐτελοῦς κοσμικῆς ζωῆς.
Γιά νά ξεδιαλύνουμε τά πράγματα, θά
πρέπει νά ἐμβαθύνουμε κάπως περισσότερο καί νά ἀναζητήσουμε τίς πηγές τῶν δύο
τρόπων ζωῆς. Εἶναι, νομίζω, εὔκολο νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι ὁ ἕνας τρόπος ζωῆς εἶναι
ἀποτέλεσμα τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος καί ὁ ἄλλος εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ὀρθοδόξου
φρονήματος. Ἑπομένως ὁδηγούμαστε στά βασικά ἐρωτήματα:
Τί εἶναι ὁ κόσμος καί τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία.
Κόσμος: Ὅταν ἐδῶ ὁμιλοῦμε γιά κόσμο, δέν ἐννοοῦμε ἀσφαλῶς
τόν κόσμο πού ἔπλασε ὁ Θεός καί ἔκαμε τά πάντα «καλά λίαν». Πρόκειται γιά τόν κόσμο στόν ὁποῖο κυριαρχεῖ καί τόν ὁποῖο
κατευθύνει ὁ κοσμοκράτορας τοῦ αἰῶνος τούτου καί ὑπακούει ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀποστασίας.
Αὐτός ὁ κόσμος ἔχει τό δικό του ἀντίθεο καί ἀντίχριστο φρόνημα καί σύμφωνα μ’ αὐτό
ρυθμίζει καί τή ζωή του.
Ὀρθοδοξία: Καί
ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀπλούστατα ἡ Ἐκκλησία. Τίποτε περισσότερο καί τίποτε λιγότερο
ἀπό τήν μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησία. Πολύ ἐσφαλμένα
συνηθίζουμε νά λέμε πώς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ καλύτερη, ἡ ἀνώτερη, ἡ
τελειότερη. Καί λέγω «ἐσφαλμένα» ἁπλούστατα διότι εἶναι μία. Ἡ μία εἶναι
μοναδική καί ἑπομένως δέν ὑφίσταται λόγος συγκρίσεως.
Σύγχρονες ἀντιλήψεις γιά τήν Ἐκκλησία: Τό κακό ξεκινᾶ ἀπό τό γεγονός ὅτι δέν ἔχουμε γνήσια ἐμπειρία
τῆς Ἐκκλησίας. Γνωρίζουμε τήν Ἐκκλησία νοησιαρχικά, καί μάλιστα ξεκινώντας ἀπό
εἰκόνες καί δομές τοῦ κόσμου. Ἔτσι,
στούς πιό πολλούς ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖται ὡς ἕνας Ὀργανισμός, παράλληλος μέ τόσους
ἄλλους πού βρίσκονται στήν πόλη μας, ὅπως ἡ Νομαρχία, τό Δημαρχεῖο, τό
Στρατιωτικό Σῶμα, Σύνταγμα ἤ Τάγμα. Ὑπάρχουν βλέπετε, πολλά παράλληλα
(Νομάρχης, Δήμαρχος, Διοικητής, Ἐπίσκοπος - ἐκδίδονται πιστοποιητικά - μερικές
φορές ἡ ἀντίληψη αύτή ἀποτυπώνεται καί σέ ἐπίσημες φύρμες ἤ ἐπιγραφές: Ἑλληνική
Δημοκρατία - Ἱερά Μητρόπολη…). Ὅμως ἡ οὐσία τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐκφράζεται μέ τό
τί γίνεται στά γραφεῖα τῆς Συνόδου ἤ στά Μητροπολιτικά καί Ἐνοριακά γραφεῖα. Ἐκφράζεται
μέ αὐτό πού γίνεται ἐπάνω στό θυσιαστήριο κατά τήν ἱερά Σύναξη, τή Θεία
Λειτουργία. Ἐκεῖ ἡ Ἐκκλησία ἐμφανίζεται - ἀποκαλύπτεται ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ὅπως ἀκριβῶς
τήν κατέγραψε καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ἐφεσίους,δ΄11-13 ) Τό σῶμα δέν εἶναι
πολιτικός διοικητικός ὀργανισμός, εἶναι ζωντανός ὀργανισμός. Δέν ἔχει διοικητή,
ἔχει κεφαλή τόν Θεάνθρωπο Κύριο καί τά μέλη του, οἱ πιστοί, δέν εἶναι ὑπάλληλοι
τοῦ ἀφεντικοῦ, εἶναι μέλη τοῦ ἰδίου τοῦ Σώματός Του. Καί ὅπως στό σῶμα τά νεῦρα
συνδέουν τόν ἐγκέφαλο μέ τά ὑπόλοιπα μέλη, ἔτσι στήν Ἐκκλησία, οἱ Ἀπόστολοι καί
οἱ διάδοχοί τους κληρικοί, συνδέουν τούς πιστούς μέλη μέ τήν Κεφαλή τὀ Χριστό.
Θά πρέπει ἀκόμη νά τονίσω ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία
ὡς ἡ μία Ἐκκλησία εἶναι πολύ εὐρύτερη ἀπό τόν κόσμο, τό Σύμπαν, διότι
περιλαμβάνει καί τόν πνευματικό κόσμο τούς ἀγγέλους. Μέρος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ
ἄνθρωπος. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει ὅτι ὁ Χριστός ὅταν ἦρθε στή γῆ, ἔλαβε «σάρκα Ἐκκλησίας», δηλ. τήν ἀνθρώπινη
φύση. Ἑπομένως ἡ Ὀρθοδοξία σχετίζεται μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐπειδή ὅλοι οἱ ἄνθρωποι
ἔχουν σχέση μέ τόν Θεό, τόν δημιουργό τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὁμιλοῦν
γιά δύο εἰδῶν σχέσεις τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό: α) Κατά τόν τῆς Δημιουργίας λόγον
καί β) Κατά τόν τῆς οἰκειώσεως λόγον. Ἔτσι ἐξηγεῖται πῶς ἄνθρωποι πού
δέν γνώρισαν κἄν τόν ἀληθινό Θεό (εἰδωλολάτρες, ἄθεοι) ἤ βρίσκονται στήν αἵρεση,
διαθέτουν καλά στοιχεῖα. Αὐτά ὀφείλονται στήν πρώτη σχέση τους μέ τόν Θεό ὡς
Δημιουργό.
Τέλος, ἕνα ἄλλο γνώρισμα τῆς Ὀρθοδοξίας,
ὡς τῆς μίας Ἐκκλησίας εἶναι τό ὅτι σχετίζεται μέ ὁλόκληρη τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἔχει
ὁλοκληρωμένο πρότυπο τρόπου ζωῆς. Πρόκειται γι’ αὐτό πού ὀνομάζεται Ὀρθοπραξία.
Ἡ Ἐκκλησία - Ὀρθοδοξία δέν εἶναι ἕνα ἰδεολογικό σύστημα. Εἶναι ἡ ζωή ἑνός
ἀληθινοῦ Προσώπου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἐφ’ ὅσον ὁ
Χριστός ἐνανθρώπησε καί ἔζησε ἀνάμεσά μας, ἡ Ἐκκλησία πού εἶναι τό σῶμα Του δέν
ἀφήνει καμμία περιοχή τῆς ζωῆς ἔξω ἀπό αὐτήν. Ἑπομένως ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ εἶναι
ζωή Ἐκκλησιαστική. Δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλη, ἐάν θέλει νά βρίσκεται σέ ἁρμονία
μέ τήν ταυτότητά του.
Ἡ ζωή τῶν χριστιανῶν: Αὐτή ἀκριβῶς ἦταν καί εἶναι ἡ ζωή τῶν ἁγίων. Οἱ ἅγιοι μιμοῦνται τή ζωή
τοῦ Χριστοῦ. Καί τό βασικότερο γνώρισμα τῆς ζωῆς τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ἡ ἁπλότητα
μέ τήν ἕννοια ὅτι ὁ Κύριος ἦταν πάντα ὁ ἴδιος. Δέν εἶχε διπλό πρόσωπο. Εἴτε
κήρυττε, εἴτε θεράπευε, εἴτε ἔπινε καί ἔτρωγε, εἴτε καθόταν στό πηγάδι Σιχάρ, εἴτε
προσευχόταν, εἴτε βρισκόταν στό γάμο τῆς Κανᾶ, ἦταν πάντα ὁ ἴδιος, ὁ ἀναλλοίωτος
Θεός. Αὐτή ἡ ἁπλότητα, τό ἀναλλοίωτο εἶναι γνώρισμα τῆς ἁγιότητος. Κι αὐτός εἶναι
ὁ πυρήνας τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως, πού ξεκινᾶ ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἰησοῦ Χριστό, περνᾶ
ἀπό τούς ἀποστόλους, τούς μάρτυρες, τούς ὁμολογητές, τούς πατέρες τῆς ἐκκλησίας,
τούς ὁσίους, τούς ἀσκητές, ὅλους τούς ἁγίους καί φθάνει μέχρι τίς μέρες μας. Αὐτή
εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία.
Αὐτή ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση μεταφρασμένη
– μετατρεμμένη σέ καθημερινή ζωή, μετά τή λήξη τῶν διωγμῶν, συνδέθηκε μέ μία ὀργανωμένη
κοινωνία, τό γνωστό μας Βυζαντινό κράτος. Εἶναι γνωστό σέ ὅσους ἔστω καί ἀκροθιγῶς
ἔχουν μελετήσει τήν ἱστορία τοῦ Βυζαντίου ὅτι ἡ Ἐκκλησία καί ἡ πίστη της ἦταν
πού ἔδιναν τό δικό τους χρῶμα σ’ ὅλους τούς τομεῖς τῆς κοινωνικῆς καί δημόσιας
ζωῆς καί σ’ ὅλες τίς πτυχές τῆς ἀτομικῆς ζωῆς. Ἡ γέννηση, ἡ ὀνοματοδοσία, ἡ
βάπτιση, ὁ γάμος, ὁ θάνατος, τά μνημόσυνα, οἱ γιορτές, τά πανηγύρια, ἡ χαρά, ἡ
λύπη τῆς ζωῆς, ὅλα εἶχαν κέντρο καί σημεῖο ἀναφορᾶς τήν Ἐκκλησία. Οἱ αὐτοκράτορες
πού ἀσκοῦσαν τήν ἐξουσία, παρά τίς προσωπικές τους ἀτέλειες κάποτε ἦταν ἄνθρωποι
τῆς Ἐκκλησίας, βίωναν τήν Ὀρθόδοξη ζωή, λειτουργοῦνταν, καί πολλές φορές
θεολογοῦσαν. Ὁ Ἰουστινιανός πού ἄφησε θαυμαστό νομοθετικό ἔργο λέγεται ὅτι ἔγραψε
τόν ὕμνο, πού ψάλλουμε ἀκόμη στή Θεία Λειτουργία: «Ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ…», ἐνῶ πολλά ἀπό τά Δοξαστικά
καί τά Ἐξαποστειλάρια τοῦ Ὄρθρου εἶναι ἔργα τῶν αὐτοκρατόρων Λέοντος τοῦ Σοφοῦ
καί Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογεννήτου. Τά γεγονότα δέ τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, ἀλλά
καί τό πλῆθος τῶν Βυζαντινῶν Ναῶν, πού σώζονται ἀκόμη μέχρι σήμερα σέ πολλές
πόλεις ὅπως ἡ Θεσσαλονίκη καί ἡ Καστοριά ἀποτελοῦν ἀψευδεῖς μάρτυρες ὅτι ἡ Ἐκκλησία
ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ Ὀρθοδόξου Ἕλληνα καί ἡ Θεία Λειτουργία
συγκεφαλαιώνει ὁλόκληρη τήν Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση.
Ἡ ἴδια Παράδοση συνεχίστηκε καί στά
χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Σ’ αὐτή τήν περίοδο ὁ δεσμός τῆς ζωῆς τῶν ὑποδούλων
μέ τήν Ἐκκλησία φαίνεται ἀκόμη πιό καθαρά. Ἀρχηγός τοῦ Γένους εἶναι ὁ
Πατριάρχης, ἡ ὁρατή κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας. Δάσκαλοι οἱ καλόγεροι. Βιβλία τῶν παιδιῶν
ἡ Ὀκτώηχος καί τό Ψαλτήρι. Πρότυπά τους οἱ ἅγιοι πού διαβάζουν στό Συναξάρι καί
βλέπουν ἁγιογραφημένους στούς τοίχους τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν Μοναστηριῶν. Καί
πάλι οἱ σταθμοί τῆς ζωῆς τους συνδέονται μέ τή Λειτουργία καί τά Μυστήρια, ἐνῶ
οἱ γιορτές καί τά πανηγύρια τους, τά τραγούδια τους, οἱ χοροί τους εἶναι ἐμπνευσμένα
ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ὁλόκληρη ἡ ζωή τῶν ραγιάδων ξετυλίγεται γύρω ἀπό τήν Ἐκκλησία
τοῦ Ἁη-Γιώργη, τοῦ Ἁη-Γιάννη, τοῦ Ἁη-Λιά ἤ τῆς Παναγιᾶς. Αὐτή ἦταν ἡ Ὀρθόδοξη
ζωή. Ἡ πλημμύρα τῆς ἐκκοσμίκευσης ἦρθε μετά τήν ἀπελευθέρωση.
Οἱ ρίζες τῆς ἐκκοσμίκευσης: Ποῦ βρίσκονται, ὅμως οἱ ρίζες τῆς ἐκκοσμίκευσης; Ἡ ἐκκοσμίκευση
ξεκινᾶ ἀπό τήν ἀντίληψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν πρέπει νά ἀναμιγνύεται στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου.
Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ πίστη καί ἄλλο ἠ ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Κι αὐτή ἡ θεωρία
στηρίζεται στήν ἀντἰληψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτόνομος. Μπορεῖ μέ τίς δικές
του δυνάμεις νά ρυθμίσει τή ζωή του, ἀλλά καί νά γνωρίσει τόν Θεό. Αὐτή ἀκριβῶς
εἶναι καί ἡ οὐσία τῶν αἱρέσεων. Αἵρεση σημαίνει ἐπιλογή. Κι αὐτός πού ἐπιλέγει
εἶναι ὁ κυρίαρχος. Ὁ αἱρετικός δέν γνωρίζει νά ὑπακούει σ’ αὐτό πού ἀποκαλύπτει
ὁ Θεός. Ἀνακαλύπτει μόνος του τήν ἀλήθεια καί γίνεται «καινοτόμος». Οὐσιαστικά
καταργεῖ τόν Θεό ἤ καλύτερα τόν κάνει ἀντικείμενο τῆς σκέψεώς του, τήν ὁποία θεοποιεῖ.
Ἔτσι οἱ αἱρετικοί γίνονται οἱ πρῶτοι ἐκκοσμικευταί. Οἱ Νικολαΐτες καί οἱ
γνωστικοί πού ἐμφανίζονται ἀκόμα στά χρόνια τῶν ἀποστόλων ἐκτός ἀπό τό ὅτι
προσβάλλουν τό Ὀρθόδοξο δόγμα, ἀλλοιώνουν καί τήν Ὀρθόδοξη ζωή. Φθάνουν σέ
τέτοιες ὑπερβολές ὥστε ἄλλοτε νά θεωροῦν ἀκάθαρτο τόν γάμο καί ἄλλοτε νά ἀκολασταίνουν
μέ τήν αἴσθηση ὅτι ἐπιτελοῦν μυστήρια.
Ἐκεῖ βέβαια πού ἡ ἐκκοσμίκευση
παίρνει ἐκρηκτικές διαστάσεις εἶναι στήν λεγόμενη μεταρρύθμιση, ἤ στήν αἵρεση
τοῦ προτεσταντισμοῦ. Οἱ πρῶτοι Διαμαρτυρόμενοι κατήργησαν τήν Ἱερά Παράδοση καί
κράτησαν μόνον τήν Ἁγία Γραφή (Sola Scriptura). Ποιός ὅμως θά ἑρμήνευε τήν
Βίβλο; Ὀ καθένας πού θα τήν διάβαζε. Ἐνῶ πολέμησαν τόν ἕνα πάπα, στήν οὐσία ἀναγόρευσαν
τόσους πάπες, ὅσοι καί οἱ πιστοί Προτεστάντες. Ἀντί νά στηριχθοῦν στήν Ἱερά
Παράδοση πού μετέφερε ἀνόθευτη τήν ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, στηρίχθηκαν στή δική
τους ἀνθρώπινη ἱκανότητα. Ἔτσι ἀντικατέστησαν τήν αὐθεντία τοῦ Θεοῦ μέ τήν αὐθεντία
τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό τό γεγονός εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά ἀνοιχθοῦν οἱ ἀσκοί τοῦ Αἰόλου
καί ὁ ἄνθρωπος νά αὐτονομηθῆ ἀπό τόν Θεό, μέ τραγικές συνέπειες. Ἡ θεολογική αὐτή
πλάνη, ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους σεισμούς στήν ἱστορία τῆς Εὐρώπης εἶχε τούς
γνωστούς μετασεισμούς του. Καί τέτοιοι εἶναι τά γνωστά κινήματα τοῦ λεγόμενου
Διαφωτισμοῦ, πού στήν πραγματικότητα εἶναι σκοταδισμός, διότι προσπάθησε νά δεῖ
τόν ἄνθρωπο καί τή ζωή του μέ τό ἀμυδρό φῶς τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς καί ἀπέκλεισε
τή βοήθεια ἀπό τό λαμπροφόρο Θεῖο Φῶς, τοῦ Ρομαντισμοῦ, πού εἶναι ἕνα εἶδος
φυσιολατρείας – δηλαδή εἰδωλολατρείας καί ἀργότερα τά καθαρά ὑλιστικά κινήματα
τοῦ Καπιταλισμοῦ καί τοῦ Μαρξισμοῦ, καί τέλος τοῦ Ἐπιστημονισμοῦ μιᾶς ἄλλης ἀπάτης,
ὅτι ἡ ἐπιστήμη θά λύση ὅλα τά προβλήματά μας. Ὅλα αὐτά τά κινήματα εἶναι στή
βάση τους ἀντιθρησκευτικά, ἀντιεκκλησιαστικά καί ἀντορθόδοξα, διότι εἶναι ἀνθρωποκεντρικά.
Καί ὅλα αὐτά εἰσήγαγαν καί καλλιέργησαν τήν ἐκκοσμίκευση, τό καθένα μέ τό δικό
του τρόπο. Ὁλόκληρη ἡ Εὐρώπη καί ἀργότερα καί ἡ Ἀμερική ἔζησαν σ’ αὐτόν τόν
ρυθμό καί ἀλλοίωσαν τή χριστιανική ζωή, πού φυτεύτηκε μέ τούς Ἱεραποστόλους καί
τούς ἁγίους.
Οἱ ἐπιπτώσεις στήν Ἑλλάδα: Οἱ ἐπιπτώσεις στήν Ἑλλάδα φαίνονται μετά τήν ἀπελευθέρωση. Εἶναι
γεγονός ὅτι καί νωρίτερα ὑπῆρξαν κάποιοι Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν σπουδάσει στή
Δύση καί εἶχαν ἐπηρεασθῆ ἀπό τίς μοντέρνες φιλοσοφίες καί τόν νέο τρόπο ζωῆς
στήν Εὐρώπη. Ὅμως οἱ γνήσιοι καί παραδοσιακοί Ἕλληνες, ὅπως ὁ Μακρυγιάννης,
τούς ὀνόμαζαν «μολεμένους» καί «πουλημένους».
Μετά τήν ἀπελευθέρωση καί τή σύσταση
τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ κράτους ἡ ἐκκοσμίκευση ἔλαβε ἀνησυχητικές διαστάσεις κυρίως
μέ τήν ἐγκατάσταση τῶν προτεσταντῶν Βαυαρῶν συμβούλων στήν αὐλή τοῦ Ὄθωνα. Ὅλοι
αὐτοί ἦταν διαποτισμένοι μέ ἕνα πνεῦμα ἐντελῶς ξένο πρός τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση
τοῦ λαοῦ μας. Μέ τίς πρωτοβουλίες καί τίς ἀποφάσεις τους προωθοῦσαν τήν ἐκκοσμίκευση
στόν Ἑλλαδικό χῶρο μέ γρήγορους ρυθμούς ἀλλά
καί μέ τρόπο βίαιο. Ἀναφέρω δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Πρῶτο: Ξεκινώντας ἀπό τά πρότυπα τῆς χώρας
τους, ὅπου θεωροῦνταν φυσικό νά ὑπάρχουν πολλές Ἐκκλησίες, ἀνάγκασαν τήν Ἐκκλησία
τῆς Ἑλλάδος νά χωρισθῆ ἀπό τήν Μητέρα Ἐκκλησία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἡ
ἐνέργεια αὐτή διατάραξε τίς σχέσεις μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀλλά ἔκανε
καί τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος περισσότερο
εὐἀλωτη στίς ἀπαιτήσεις τῆς προτεσταντοκρατούμενης αὐλῆς τοῦ Ὄθωνος.
Δεύτερο: Ὑπήγαγαν τήν Ἐκκλησία στό Ὑπουργεῖο Θρησκευμάτων, μετατρέποντάς την σέ ἐξάρτημα
τοῦ κράτους. Τότε τό Ὑπουργεῖο Θρησκευμάτων ἐξέδωκε Ἐγκύκλιο, μέ τήν ὁποῖα
προέτρεπε τούς μοναχούς καί τίς μοναχές πού ἦταν κάτω τῶν 40 ἐτῶν νά νυμφευθοῦν
ἤ νά παντρευθοῦν καί νά ξαναρχίσουν τή
ζωή τους. Ὅποιος γνωρίζει τήν ἱστορία τοῦ Προτεσταντισμοῦ βλέπει νά ἐπαναλαμβάνεται
αὐτούσια ἡ ἱστορία τοῦ Μαρτίνου Λούθηρου. Ὁ Λούθηρος ἦταν μοναχός. Κάποια μέρα ἀποφάσισε
νά ἐγκαταλείψη τό μοναστήρι καί ἐνεθάρρυνε συγχρόνως καί ἄλλους μοναχούς καί
μοναχές νά κάνουν τό ἴδιο. Μία δέ ἀπό τίς πρώην αὐτές μοναχές ἔγινε ἡ γυναίκα
του. Αὐτό τό πνεῦμα, τό καθαρά προτεσταντικό, τό τελείως ξένο πρός τό Ὀρθόδοξο
φρόνημα, ἐκφράστηκε ἐπίσημα μέ ἐγκύκλιο τοῦ Ὑπουργείου Θρησκευμάτων τοῦ
νεοσύστατου Ἑλληνικοῦ κράτους.
Τό τί ἐπακολούθησε δέν περιγράφεται.
Μία ἀμυδρή εἰκόνα μᾶς δίνει ὁ Μακρυγιάννης μαζί μέ τήν κριτική του. «Διέλυσαν τα μοναστήρια. συμφώνησαν μέ τούς
Μπαυαρέζους καί πούλαγαν τά δισκοπότηρα κι ὅλα τά γερά εἰς τό παζάρι. Καί τά
ζωντανά διά δίχως τίποτα. Ἀφάνισαν ὅλως διόλου τά μοναστήρια καί οἱ καημένοι οἱ
καλόγεροι πού ἀφανίστηκαν εἰς τόν ἀγῶνα, πεθαίνουν τῆς πείνας μέσα στούς
δρόμους, ὅπου αὐτά τά μοναστήρια ἦταν τά πρῶτα προπύργια τῆς ἐπανάστασής μας!»(Ἀπομνημονεύματα
364-365)
Τἀ ἐπιλεγμένα αὐτά γεγονότα δείχνουν
τήν βίαιη εἰσβολή τοῦ πνεύματος τῆς ἐκκοσμίκευσης στόν νέο ἑλληνισμό. Ἀπό τότε
μέχρι σήμερα ἡ ἐκκοσμίκευση στόν Ἑλλαδικό χῶρο ἀποτελεῖ γεγονός ἐξελισσόμενο.
Ὅσο περνοῦν τά χρόνια τόσο οἱ ἐπιδράσεις
τῆς ἐκκοσμικευμένης Δύσεως πληθαίνουν καί τό χάσμα ἀνάμεσα στήν Ὀρθόδοξη Πίστη
καί τήν καθημερινή ζωή μας εὐρύνεται.
Ἐκκοσμίκευση κατά τομεῖς: Θά προσπαθήσω τώρα νά ἐπικεντρώσω τήν προσοχή σας σέ ὁρισμένους
τομεῖς τῆς σύγχρονης Ἑλληνικῆς ζωῆς μας, ὅπου διακρίνεται καθαρά ἡ ἐπικίνδυνη ἐκκοσμίκευση.
Βέβαια ἡ ἐκκοσμίκευση ἔχει πέσει σάν ἐπιδημία στόν νεοελληνικό χῶρο καί ἔχει
προσβάλλει ὅλους τούς τομεῖς τῆς κοινωνικῆς καί ἀτομικῆς ζωῆς, ἀλλά δέν εἶναι
δυνατόν μέσα στά περιορισμένα ὅρια μιᾶς διαλέξεως νά ἀναφερθοῦμε σέ ὅλους. Γι’
αὐτό κάνω μία ἐπιλογή καί ἀναφέρομαι:
Α’ ΣΤΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ: Ἡ Νομοθεσία ἀποτελεῖ ἕνα πολύ βασικό τομέα, διότι μ’ αὐτήν ἐκφράζεται
ἡ βούληση τῶν Κυβερνήσεων γιά ὅλα τά θέματα τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς. Οἱ νόμοι,
οἱ ὁποῖοι προτείνονται καί ψηφίζονται στηρίζονται πάντοτε σέ μία φιλοσοφία, κάποια
«πιστεύω» τῶν εἰσηγητῶν τους. Παλαιότερα ἡ φιλοσοφία αὐτή εἶχε περισσότερο
σχέση μέ τήν Ὀρθόδοξη παράδοσή μας. Σέ πολλά σημεῖα ταυτιζόταν μέ τήν πίστη τῶν
πατέρων μας. Στίς μέρες μας ἡ νομοθεσία ἔχει ἕνα κύριο γνώρισμα, τείνει νά ἐναρμονισθῆ
μέ τή νομοθεσία τῆς Εὐρωπαϊκῆς Κοινότητος. Ἡ φιλοσοφία τῆς Εὐρωπαϊκῆς ἤ καί τῆς
ἀμερικανικῆς νομοθεσίας σ’ ἕνα μεγάλο βαθμό ἐκφράζουν τήν ἀπόλυτη ἐκκοσμίκευση.
Τήν πλήρη δηλαδή ἀνεξαρτησία τῆς καθημερινῆς ζωῆς ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή
ἡ φιλοσοφία ἔχει διαποτίσει καί πολλούς ἀπό τούς δικούς μας πολιτικούς.
Πολύ συχνά ἀκοῦμε ὅτι ὑπάρχουν
πιέσεις στίς κυβερνήσεις μας γιά τή νομοθεσία. Καί σέ ἀρκετές περιπτώσεις ἔχουμε
ὑποκύψει. Ρώτησα κάποτε μία ὑφυπουργό γιατί δέν λαμβάνουν ὐπ’ ὄψιν τους τίς
θέσεις τῆς Ἐκκλησίας γιά τόν πολιτικό γἀμο καί ἡ ἀπάντησή της ἦταν: «Δέν θέλουμε ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι παράγοντας
λήψεως ἀποφάσεων»!
Ὁ πολιτικός γάμος: Θυμᾶστε τήν ἀναστάτωση πού προκλήθηκε πρίν ἀπό μερικά χρόνια, ὅταν ἡ
πολιτεία ἐπιχείρησε νά ἐπιβάλλη τόν ὑποχρεωτικό πολιτικό γάμο, ἕνα θεσμό πού ἐρχόταν
σέ ὀξεία ἀντίθεση μέ τήν ζωντανή Ὀρθόδοξη Παράδοση τοῦ λαοῦ μας. Καί αὐτό
φάνηκε ἀπό τήν παταγώδη ἀποτυχία, ἀφοῦ μόνον 2-3% προτιμοῦν τόν πολιτικό γάμο
καί μέσα σ’ αὐτούς εἶναι πολίτες μέ ἄλλο θρήσκευμα ἤ ἔχουν κωλύματα νά τελέσουν
θρησκευτικό Ὀρθόδοξο χριστιανικό γάμο.
Ἡ νομιμοποίηση τῶν ἐκτρώσεων: Ἐδῶ ἡ παραφροσύνη τοῦ
κρατικοῦ νομοθέτη φθάνει στό ζενίθ. Ἐνῶ στίς μέρες μας ψηφίζονται νόμοι πού
προστατεύουν τή ζωή τῶν ζώων καί τῶν φυτῶν, μέ τήν νομιμοποίηση τῶν ἐκτρώσεων
κατοχυρώνεται ἡ ἐν ψυχρῷ δολοφονία μικρῶν καί ἀνυπεράσπιστων παιδιῶν καί
μάλιστα μέ τραγικές διαστάσεις σέ ἀριθμούς. 300 χιλιάδες στήν Ἑλλάδα, 1,5 ἑκατομμύρια
στήν Ἀμερική κἀθε χρόνο.Τό ὅτι ἡ ἔκτρωση εἶναι ἔγκλημα δέν χρειάζεται κἄν
συζήτηση. Ποῦ ὅμως στηρίζεται ὁ νομοθέτης γιά νά τό νομιμοποιήσει; Στή
φιλοσοφία τῆς ἐκκοσμίκευσης. Σύμφωνα μ’ αὐτήν ἡ γυναίκα μπορεῖ νά εἶναι πιστή, Ὀρθόδοξη,
ἀλλά ἐξουσιάζει τό σῶμα της. Ἑπομένως δέν χρειάζεται νά ρωτήσει κανέναν ἄλλο
γιά τό τί θά κάνη τό σπλάχο της. Οὔτε τό Θεό πού τῆς τό ἔδωσε, οὔτε τό ἴδιο τό
παιδί τό ὁποῖο ζῆ, ἀλλά δέν μπορεῖ ἁπλῶς ν’ ἀντισταθῆ. Νοοτροπία ἐντελῶς ἀντίθετη
ἀπό ἐκείνη τήν Ὀρθόδοξη, πού θεωρεῖ κυρίαρχο τῆς ζωῆς ὄχι τόν ἑαυτό μας, ἀλλά
τόν δημιουργό δοτῆρα της καί πού τιμᾶ τόσο πολύ τά ἀγέννητα βρέφη ὥστε νά τά
γιορτάζη, ὅπως τόν Χριστό μέ τόν Εὐαγγελισμό καί τήν Παναγία μέ τή σύλληψη τῆς ἁγίας
Ἄννης.
Ἡ φιλοσοφία πού κρύβεται πίσω ἀπό τή
σύγχρονη νομοθεσία εἶναι αὐτή ἡ ἴδια πού ὑπαγορεύει τόν μέλλοντα χωρισμό τοῦ
κράτους ἀπό τήν Ἐκκλησία. Χωρισμός τοῦ κράτους ἀπό τήν Ἐκκλησία σημαίνει ἐπισημοποίηση
τοῦ χωρισμοῦ τῆς καθημερινῆς ζωῆς ἀπό τή ζωή τῆς παραδόσεώς μας, ἀπό τή ζωή τῆς
Ἐκκλησίας.
Β) ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ: Ἕνας ἄλλος τομέας στόν ὁποῖο ἡ ἐκκοσμίκευση προχωρεῖ ἐπικίνδυνα
εἶναι ἡ παιδεία. Ἡ παιδεία ἔχει θέσει στόχους καί πρότυπα. Αὐτά τά ἀντλοῦσε ἡ
παιδεία μας ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσή μας. Σύμφωνα μ’ αύτήν ὁ μαθητής εἶναι πλᾶσμα,
παιδί τοῦ Θεοῦ, δημιουργημένος κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καί κύριος στόχος εἶναι ἡ
θέωση, ἡ ἕνωσή του μέ τόν Θεό. Πρότυπα εἶναι οἱ ἅγιοι, αὐτοί πέτυχαν τόν κύριο
στόχο τῆς ζωῆς.
Σ’ ἀντίθεση μέ ὅλα αὐτά γιά τή
σύγχρονη ἐκκοσμικευμένη παιδεία μας ὁ μαθητής εἶναι ἕνας αὐτόνομος ἄνθρωπος,
χωρίς καμμία ἀπαραίτητη σχέση μέ τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία. Ὀ Θεός καί ἡ Ἐκκλησία
μπορεῖ νά ὑπάρχουν γιά μερικούς ἰδιόρρυθμους. Ὁ στόχος τῆς σύγχρονης παιδείας εἶναι
ἡ κοσμική ἐπιτυχία, ἡ κοινωνική ἀποκατάσταση. Ἰδιαίτερα τό σύγχρονο κράτος ἐνδιαφέρεται
νά δημιουργήση καλούς καί ἐπιδέξιους πολίτες. Καλούς μέχρι τοῦ σημείου νά μήν
φοροδιαφεύγουν καί ἐπιδέξιους γιά νά ἀνταγωνίζονται μέ ἐπιτυχία τά ἄλλα κράτη
(καλύτερους τεχνοκράτες, τεχνικούς, ἀθλητάς). Οὔτε ὑπόνοια γιά ἁγιότητα, γιά ἕνωση
μέ τόν Θεό, θέωση, προετοιμασία γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἐπικίνδυνη
ἐκκοσμίκευση στήν παιδεία, πού ξέχασε νά προετοιμάζει ἁγίους, μάρτυρες, ἀθλητάς
τοῦ πνεύματος, ἀγωνιστές τῆς ἀλήθειας, τῆς δικαιοσύνης τῆς πίστεως καί τῆς ἐλευθερίας!
Γι’ αὐτό καί ἡ τακτική τῆς σύγχρονης παιδείας εἶναι ἐντελῶς διαφορετική ἀπό τήν
Παραδοσιακή Ὀρθόδοξη.
α) Ὑποβαθμίζεται ἡ λατρευτική ζωή τοῦ
μαθητοῦ μέ τήν ὁποία ἐπιτυγχάνονται οἱ Ὀρθόδοξοι στόχοι. Μετά βίας γίνεται, ὅπου
γίνεται ἡ πρωΐνή προσευχή. Ὁ Ἐκκλησιασμός γίνεται σπάνια. Ἡ ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν,
μέ τήν ὁποία μεγάλωσαν καί ἐμπνεύσθηκαν γενεές γενεῶν ἔχει περιπέσει σχεδόν σέ ἀχρηστία,
ἐπειδή οἱ μεγἀλοι Ἱεράρχες καί φωστῆρες τῆς Οἰκουμένης δέν ἀποτελοῦν πρότυπα
στά σχολεῖα μας.
β) Τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν
περιθωριοποιεῖται. Κάπου μειώθηκαν οἱ ὧρες, ἀλλοῦ καταργήθηκαν σέ ὁλόκληρες
τάξεις τῶν τεχνικῶν Λυκείων. Καί τήν ἴδια περίοδο μπαίνουν στό σχολικό
πρόγραμμα καινούργια μαθήματα. Μέ πρότυπα τήν Ἀμερική καί χῶρες τῆς Εὐρώπης, ὅπου
στά σχολεῖα διδάσκονται πολλά ἐξειδικευμένα μαθήματα ὑπάρχει καί στήν πατρίδα
μας τάση νά εἰσαχθοῦν τά μαθήματα τῆς σεξουαλικῆς ἀγωγῆς, τῆς οἰκολογίας καί τοῦ
φεμινισμοῦ καί ἄλλα.
Ἐδῶ ἀκριβῶς φαίνεται ἠ ἐπικίνδυνη ἐκκοσμίκευση.
Ὅλα αὐτά τά μαθήματα θά μποροῦσαν νά ἀποτελέσουν κεφάλαια τῆς Χριστιανικῆς Ἠθικῆς.
Ὅμως δέν θέλουν νά προβάλλουν τίς ἀπόψεις τῆς Ἐκκλησίας γιά τά θέματα αὐτά, ἀλλά
τίς ἀπόψεις τῆς ἀρνήσεως πού ἀντιστρατεύονται στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Αὐτή ἡ ἀλήθεια
ἐκφράζεται καί μέ τήν τάση ἐκείνη πού θἐλει νά μετατρέψει τή χριστιανική
κατήχηση σέ Ἱστορία Θρησκευμάτων, γιά νά μή γίνεται δῆθεν προσηλυτιστική
προπαγάνδα μέ τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν.
Γ’ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΖΩΗ: Ἕνας τρίτος τομέας στόν ὁποῖο θέλω
ν’ ἀναφερθῶ εἶναι ἡ κοινωνική καί ἐθνική μας ζωή. Πρόκειται γιά τήν ἱστορία τοῦ
Γένους μας καί τήν καθημερινή μας ζωή. Αὐτή ἐκφράζεται μέ τόν καλύτερο τρόπο ἀπό
τίς γιορτές. Ἀφοῦ παραλείψω πολλές πτυχές τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς, στίς ὁποῖες
διακρίνεται ἡ ἐπικίνδυνη ἐκκοσμίκευση, ὅπως εἶναι ὁ τρόπος διασκέδασης, ἡ
μουσική, τό τραγούδι, ὁ τρόπος ἐνδυμασίας, ὁ τρόπος διατροφῆς καί οἱ σχέσεις
μεταξύ γονέων καί παιδιῶν ἤ τό λεγόμενο χάσμα τῶν γενεῶν - ὅλοι αὐτοί οἱ τρόποι
χαρακτηρίζονται ἀπό τήν ἔντονη καί ἐπικίνδυνη ἐκκοσμίκευση, ἐκφράζουν ἕνα Ἕλληνα
τελείως ἀποκομμένο ἀπό τήν παράδοσή του - ἡ μουσική μέ Ἀφρικανικούς ρυθμούς - ἡ
ἐνδυμασία χωρίς αἰδώ καί σωφρωσύνη - ἡ διατροφή χωρίς τή νηστεία καί τήν ἐγκράτεια
– οἱ σχέσεις ἔχουν κριτήριο τήν ἰδιοτέλεια - ἀφήνω ὅλα αὐτά καί ἔρχομαι σέ δύο
σημεῖα.
Οἱ γιορτές: Οἱ γιορτές εἶναι ἀπαραίτητοι σταθμοί
στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἀνθρωπίνων κοινωνιῶν. «Βίος ἀνεόρταστος, μακρά ὁδός ἀπανδόχευτος» ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι πρόγονοί
μας. Ἡ Παράδοσή μας εἶναι γεμάτη ἀπό γιορτές. Κι ὅμως παρατηρεῖται στίς μέρες
μας τό φαινόμενο νά δημιουργοῦνται συνεχῶς καινούργιες γιορτές. Γιορτή τῆς
μάννας, τῆς γυναίκας, τοῦ παιδιοῦ, τῆς εἰρήνης, τοῦ Ο.Η.Ε., τοῦ περιβάλλοντος, ἀποταμίευσις,
φράουλας, κρασιοῦ, τοῦ καρνάβαλου κ.λ.π. Πρόκειται γιά μιά σειρά ἀπρόσωπων
γιορτῶν, μαζικῶν γιορτῶν καί οὐσιαστικά εἰδωλολατρικῶν γιορτῶν. Ὅλα τά παραπάνω
γιορτάζονται μέσα στήν Ἐκκλησία τήν Ὀρθόδοξη. Τό παιδί γιορτάζει τά
Χριστούγεννα ἡ μάννα στίς γιορτές τῆς Παναγίας, ἡ γυναίκα ὅταν γιορτάζουν οἱ ἁγίες
τῆς Ἐκκλησίας, ἡ φύση, τό περιβάλλον, τά φῶτα ὅταν ἁγιάζονται τά ὕδατα καί ἡ
κτίση ὁλόκληρη, ἡ εἰρήνη τά Χριστούγεννα, ἡ ἀποταμίευση διαβάζονται οἱ
περικοπές γιά τήν αὐτάρκεια καί τήν ἐλεημοσύνη. Γιά ποιό λόγο, λοιπόν, νά
δημιουργηθοῦν αὐτές οἱ γιορτές; Ἁπλούστατα γιά νά μᾶς ἐπιβεβαιώσουν ὅτι ὁ
κόσμος μας πῆρε διαζύγιο ἀπό τό Θεό, ἀνεξαρτητοποιήθηκε, αὐτονομήθηκε καί θέλει
ὅλες τίς πτυχές τῆς ζωῆς νά τίς βλέπει ὄχι μέ τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μέ τά
δικά του καχεκτικά ἀνθρώπινα μάτια. Θέλει τή γυναίκα ὄχι προσκολλημένη στίς ἠθικές
ἀξίες τῆς πίστεως, ἀλλά χειραφετημένη, ἕρμαιο στίς ἐπιθυμίες τοῦ καθενός. Θέλει
τήν εἰρήνη σάν προπέτασμα καπνοῦ γιά νά ἐγκληματῆ χωρίς νά φαίνεται, ὅπως
συνέβη μέ τίς τελευταῖες ἀεροπορικές ἐπιδρομές τοῦ ΝΑΤΟ στήν Βοσνία πού τίς ἐπέβαλλε,
ἄκουσον - ἄκουσον - ἡ ἐπίτευξη τῆς εἰρήνης.
Μία ἀπό τίς πολλές νεοφανεῖς γιά μᾶς
τούς Ἕλληνες γιορτές πού παίρνει ἐκρηκτικές διαστάσεις εἶναι ἡ γιορτή τῶν
Γενεθλίων. Ἡ γιορτή αὐτή – τό εἶπα κι ἄλλη φορά – τό τονίζω καί τώρα – εἶναι εἰδωλολατρική
πρῶτα καί δεύτερον αἱρετική. Γιά τούς εἰδωλολάτρες ἡ μεγάλη ἀξία γιά τόν ἄνθρωπο
ἀποτελεῖ ἡ παροῦσα ζωή, γι’ αὐτό ἡ εἴσοδό της σ’ αὐτήν συνδεόταν μέ
γιορταστικές ἐκδηλώσεις. Αὐτήν τήν γιορτή ἤξεραν οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες. Γιά
τόν χριστιανό ἡ ζωή αὐτή εἶναι τό προοίμιο τῆς αἰώνιας ζωῆς. Ἠ πιό μεγάλη καί
κρίσιμη ὥρα εἶναι ὄχι ἐκείνη πού ἐρχόμαστε σ’ αὐτήν τήν ζωή, ἀλλά ἐκείνη πού
φεύγουμε διότι ἀπό ἐκείνη κρίνεται ἡ θέση μας στήν αἰωνιότητα. Ὁ θάνατος εἶναι
μία ἔξοδος καί μία εἴσοδος σέ μία μόνιμη κατάσταση. Γι’ αὐτό καί οἱ πρῶτοι
χριστιανοί διοργάνωναν τελετές καί γιόρταζαν τήν ἐπέτειο τῆς τελευτῆς ἑνός
μάρτυρος καί ἁγίου. Τέτοιες τελετές γινόταν μέ προσευχές καί δεῖπνα στά
λεγόμενα μαρτύρια, τούς τόπους ὅπου μαρτύρησε ὁ ἅγιος. Ἔτσι καθένας πού ἔπαιρνε
τό ὄνομά του ἀπό ἕναν ἅγιο γιόρταζε τήν ἴδια ἡμέρα. Τά πράγματα ἄλλαξαν μέ τή
μεταρρύθμιση καί στήν συνέχεια μέ τόν ἀνθρωπισμό καί τόν Διαφωτισμό, πού ἐπανέφεραν
τίς εἰδωλολατρικές ἀξίες. Οἱ Προτεστάντες κατήργησαν τούς ἁγίους. Ἑπομένως δέν
μποροῦσαν νά γιορτάζουν τίς γιορτές τους. Ὅταν, λοιπόν, ἐγκαταλείπουμε τίς
γιορτές τῶν ἁγίων, τήν ὀνομαστική γιορτή καί γιορτάζουμε τά γενέθλια, οὐσιαστικά
ἀρνούμαστε τούς ἀγίους, γινόμαστε αἱρετικοί. Ἐκτός αὐτοῦ ἡ γιορτή τῶν γενεθλίων
δέν ἔχει καμμία σχέση καί κανένα σύνδεσμο μέ τήν Ἐκκλησία. Ἡ γιορτή τῶν
γενεθλίων εἶναι ἕνα χτυπητό παράδειγμα ἐκκοσμίκευσης.
Τό ἄλλο σημεῖο ἔχει σχέση μέ τόν ἐθνικό
μας βίο, μέ τό μεγάλο ἐθνικό μας θέμα. Τό ζήτημα τῆς Μακεδονίας μας. Χθές θά ἀκούσατε
μία τραγελαφική ἀνακοίνωση. Οἱ συνομιλίες μεταξύ Ἀθηνῶν καί Σκοπίων ἔφθασαν σ’ ἕνα
ἀποτέλεσμα σχετικά μέ τίς ἐπιγραφές πού θά ἀναρτηθοῦν στά δύο γραφεῖα τῶν
Σκοπιανῶν: Στήν μέν Ἀθήνα θά ὀνομάζεται FYROM στά δέ Σκόπια ὅπως θέλουν οἱ
Σοπιανοί (δηλ. Δημοκρατία τῆς Μακεδονίας – ντράπηκαν οἱ ἐκφωνηταί τῆς ΕΡΤ νά τό
ποῦν). Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι αὐτό ἀποτελεῖ μία ἐθνική ταπείνωση καθαρή ἦττα.
Ναί, νικηθήκαμε ἤ καλύτερα προδοθήκαμε. Αὐτά πού λέγονται ὅτι συνεχίζονται οἱ
διαπραγματεύσεις εἶναι γιά ἐσωτερική κατανάλωση. Αὐτό πού ἀρχίζει σιγά – σιγά
νά διοχετεύεται, ὅτι δέν ἔχει καί τόσο σημασία τό ὄνομα, εἶναι καταπραϋντικό
ψέμμα. Ἄν δέν ἔχει τόση δύναμη καί κύρια σημασία τό ὄνομα δέν θά ἐπέμεναν οὔτε
οἱ Σκοπιανοί οὔτε ἐκεῖνοι πού ἔχουν λόγους νά τούς ὑποστηρίζουν. Ἐξ ἄλλου ἡ Ἑλληνική
σκέψη καί ἡ Ἐβραϊκή τόνισαν μέ ἔμφαση τή δύναμη τοῦ ὀνόματος.
Γιατί ὅμως νικηθήκαμε; Διότι πέξαμε
σέ ξένο γήπεδο μέ ξένους ὅρους. Τό γήπεδό μας εἶναι ἡ παράδοσή μας. Οἱ ὅροι
πού ἐπιβάλλει ἡ παράδοσή μας εἶναι ἡ ἱστορική
ἀλήθεια καί ἡ ἀμερόληπτη δικαιοσύνη. Αὐτό τό γήπεδο χορτάριασε. Τό ἐγκαταλείψαμε.
Τό ἄλλο γήπεδο εἶναι ἡ παράδοση τῶν Εὐρωπαίων καί Ἀμερικάνων, τῶν ἀπογόνων τοῦ
Σχίσματος καί τῆς Μεταρρυθμίσεως, τοῦ αἱρετικοῦ παπισμοῦ καί προτεσταντισμοῦ.
Σ’ αὐτό τό γήπεδο μέ τίς πολυτελέστατες ἐγκαταστάσεις, σ’ αὐτόν τόν ναό τῆς ἐκκοσμίκευσης,
ἰσχύουν ἄλλοι ὅροι: τό δίκαιο τοῦ ἰσχυροτέρου καί ἡ τέχνη τοῦ ἐφικτοῦ.
Νικηθήκαμε, διότι πάψαμε νά πιστεύουμε στίς ἀξίες πού μᾶς κληρονόμησαν οἱ
πατέρες. Ταπεινωθήκαμε διότι ἀποκοπήκαμε ἀπό τίς ρίζες. Ἐξαντληθήκαμε διότι ἀρνηθήκαμε
τήν ἱστορία μας, τόν πολιτισμό μας τήν παράδοσή μας. Ταπεινωθήκαμε ἐπειδή ἐκκοσμικευθήκαμε
ἐπικίνδυνα.
Θά τελειώσω τήν ὁμιλία μου μ’ ἕνα
παραμύθι ἀνατολίτικο, ἀπό
τό βιβλίο τοῦ Φώτη Κόντογλου «Εὐλογημένο
Καταφύγιο»:
Μιά φορά, λέγει ὁ μῦθος, ἤτανε ἕνας σουλτάνος καλός καί δίκαιος κι ἤτανε
καί ἀστρολόγος. Μιά μέρα ὀ βεζύρης λέγει τοῦ σουλτάνου πώς εἶδε κάποια σημάδια
στόν οὐρανό, πώς θά βρέξει στόν κόσμο ἕνα τρελό νερό καί πώς ὅποιος τό πιεῖ αὐτό
τό νερό, θά τρελαίνεται καί πώς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦνε στήν ἐπικράτειά τους
θά τό πιοῦνε καί θά χάσουνε τά λογικά τους καί δέν θά νιώθουνε πιά τίποτα, μήτε
τί εἶναι σωστό καί τί ψεύτικο, μήτε τί εἶναι καλό καί τί εἶναι κακό, μήτε τί εἶναι
νόστιμο καί τί εἶναι ἄνοστο, μήτε τί εἶναι δίκιο καί τί εἶναι ἄδικο.
Σάν τ΄ ἄκουσε αὐτά τά λόγια ὁ
σουλτάνος, γυρίζει καί λέγει στό βεζύρη:
-«Ἀφοῦ θά τρελαθεῖ ὅλος ὁ κόσμος, πρέπει νά κοιτάξουμε νά μήν τρελαθοῦμε
κι ἐμεῖς, γιατί ἀλλιῶς πῶς θά τούς κρίνουμε μέ δικαιοσύνη;»
Toῦ λέγει ὁ βεζύρης πώς ὁ λόγος του εἶναι σωστός καί πώς θά ΄πρεπε νά
προστάξει νά μαζέψουνε ἀπό τό καλό νερό πού πίνανε καί νά τό φυλάξουνε μέσα
στίς στέρνες, γιά νά μήν πίνουνε ἀπό τό χαλασμένο καί κρίνουνε παλαβά κι ἄδικα,
μά δίκια ὅπως ἔχουνε χρέος. Ἔτσι κι ἔγινε.
Σέ λίγον καιρό ἔβρεξε στ΄ ἀλήθεια καί τό νερό ἤτανε νερό τρελό καί
τρελαθήκανε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί δέν γνωρίζανε οἱ καημένοι τί τούς γίνεται κι εἴχανε
τό ψεύτικο γιά ἀληθινό, τό κακό γιά καλό, τό ἄδικο γιά δίκιο. Μά ὁ σουλτάνος κι
ὁ βεζύρης πίνανε ἀπό τό καλό νερό πού εἴχανε φυλαγμένο καί δέν τρελαθήκανε, ἀλλά
κρίνανε τόν κόσμο μέ δικαιοσύνη. Μά ὁ κόσμος τά ‘βλεπε ἀνάποδα καί δέν ἦταν εὐχαριστημένος
ἀπό τήν κρίση τοῦ σουλτάνου καί τοῦ βεζύρη καί φωνάζανε πώς τούς ἀδικοῦνε καί
κοντεύανε νά σηκώσουν ἐπανάσταση.
Μετά καιρό, σάν εἴδανε κι ἀποείδανε ὁ σουλτάνος κι ὁ βεζύρης χάσανε τό
κουράγιο τους καί λέγει ὁ σουλτάνος στό βεζύρη:
-«Τοῦτοι οἱ φουκαράδες ἀληθινά χάσανε τά φρένα τους καί τά βλέπουνε ὅλα ἀνάποδα
κι ὅπως πᾶμε μπορεί καί νά μᾶς σκοτώσουνε, ἐπειδή θέλουμε νά τούς κρίνουμε μέ
δικαιοσύνη γιά νά εὐτυχήσουνε. Τό λοιπόν, βεζύρ ἐφέντη, ἄιντε νά χύσουμε τό
καλό νερό ἀπό τίς στέρνες καί νά πιάσουμε νά πίνουμε κι ἐμεῖς ἀπό τό τρελό
νερό, γιά νά γίνουμε σάν κι αὐτούς καί τότε θά μᾶς καταλαβαίνουνε καί θά μᾶς ἀγαπᾶνε».
Ἔτσι κι ἔγινε. Ἤπιανε κι αὐτοί ἀπό τό παλαβό νερό καί τρελαθήκανε καί κρίνανε
τρελά καί ἄδικα κι ὁ κόσμος ἀπόμενε εὐχαριστημένος καί πολυχρονίζανε τό
σουλτάνο».
Αὐτό ἀκριβῶς πάθαμε κι ἐμεῖς. Ἔπεσε
στούς λαούς τῆς Δύσεως σάν τρελή βροχή ἡ ἐκκοσμίκευση. Καί ἔπιναν ἀπό τό νερό
της οἱ ἄνθρωποι καί κάνανε τρέλλες. Τό δίκαιο τό λένε ἄδικο. Τό ἄσπρο τό λέμε
μαῦρο καί τό μαῦρο ἄσπρο. Τήν ἀλήθεια ψέμα καί τό ψέμα ἀλήθεια. Καί ἀντί οἱ
δικοί μας νά κρατήσουν τό γάργαρο καί καθαρό νερό τῆς Ὀρθοδοξίας τήν κρυστάλλινη
πηγή τῆς ἀλήθειας παρασύρθηκαν καί ἤπιαν ἀπό τό ἴδιο νερό, τῆς ἐκκοσμίκευσις τῆς
ἀποστασίας ἀπό τόν Θεό, τῆς περιφρονήσεως τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ὀρθοδόξου
Παραδόσεώς μας. Γι’ αὐτό δεινοπαθοῦμε, γι’ αὐτό κατρακυλοῦμε στοῦ κακοῦ τήν
σκάλα. Γι’ αὐτό ἀργοπεθαίνουμε ἀπό τά ναρκωτικά, γι’ αὐτό αὐξάνεται ἡ ἐγκληματικότητα,
οἱ ληστεῖες, οἱ διαρρήξεις, οἱ ἀπάτες, οἱ σατανισταί, γι’ αὐτό γινόμαστε σιγά –
σιγά οἱ νεκροθάφτες τῆς πατρίδας μας.
Τί ἀπομένει; Σ’ ὅποιους στήν καρδιά τους καίει ἀκόμα κάποια σπίθα, ὅποιος αἰσθάνεται ἀκόμη ἕνα ρίγος γιά τό γένος μας, ὅποιος ἀκόμη πονάει γιά τά νιάτα, ὅποιος ἀκόμη παραμένει ἀσυμβίβαστος μέ τήν τρέλλα τῆς ἐποχῆς, ὅποιος ἀκόμη δέν γέμισε ἀπό τό τρελλό νερό, κι εἶναι πολλοί αὐτοί – σιωπηλή πλειοψηφία, πιστεύω, – ἄς ξεκινήσουμε ἕναν καινούργιο ἀγῶνα, ἕνα μεγάλο ἀγῶνα: πόλεμο στήν ἐπικίνδυνη ἐκκοσμίκευση, ἀντίσταση ἡρωϊκή. Κι ὁ καλύτερος τρόπος εἶναι νά προσκοληθοῦμε στήν παράδοσή μας. Στρείδια στό βράχο τῆς παραδόσεως, τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Αὐτός ὁ δρόμος εἶναι ὁ καλύτερος νά μαρτυρήσουμε γιά τήν Ἁγιότητα.
Ἀρχιμ. Αὐγουστῖνος Γ. Μύρου
29 Φεβρουαρίου 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου