Σελίδες

Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Ἀρχιμ. Αὐγουστίνου Γ. Μύρου "Οἱ σχέσεις τῶν ἐπαναστατῶν τοῦ ΄21 μέ τήν Ἐκκλησία

 


ΟΙ  ΣΧΕΣΕΙΣ  ΤΩΝ  ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ  ΤΟΥ  ’21

ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ


 Ἀπό τή σύλληψη καί τό σχεδιασμό της ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση μέχρι τήν πραγματοποίηση καί τά ἀποτελέσματά της ἐξευτέλισε πανηγυρικά τήν ψυχρή ἀνθρώπινη λογική μέ τούς ἀκριβεῖς ὑπολογισμούς της. Ἤ πιό ἁπλᾶ: Ἡ Ἐθνεγερσία τοῦ ’21 ἦταν ἕνα θαῦμα. Ὡς ἐδῶ συμφωνοῦν οἱ περισσότεροι ἐρευνηταί, ἀφοῦ καί ὁ Γιάννης Σκαρίμπας, πού δέν πιστεύει στό θαῦμα, παραδέχθηκε πώς «τό ’21 ἦταν ἕνα φαινόμενο ἀναπάντητο στίς ἱστορίες ὅλου τοῦ κόσμου. Δέν ἔγινε, οὔτε θά ξανασυμβεῖ τέτοιο μυστήριο» Σκ. 42 ἐνῶ ξένος ἱστορικός παρατήρησε: «Τά τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως εἶναι θαυμασμοῦ ἄξια, ἀλλ’ ἔχουσι μίαν ἔλλειψιν: ὅτι εἶναι οὕτω μεγάλα, ὥστε δέ θέλουσι πιστευθῆ ὑπό τῶν μεταγενεστέρων» (Κοιν. 1982,266).  Ἡ διαφωνία ἀρχίζει ἀπό τή στιγμή πού ξεκινοῦν ν’ ἀναζητήσουν ἐκεῖνον πού ἔκανε τό θαῦμα.

Κάποιοι γιά νά βροῦν τήν αἰτία τοῦ θαύματος καταφεύγουν σέ λογοτεχνάδες τῆς ἐποχῆς μας ἤ σέ «ἱστορικούς» ἐνταγμένους ἐκ τῶν προτέρων σέ κάποιο ἰδεολογικό στρατόπεδο. Σέ τελευταία ὅμως ἀνάλυση δέν εἶναι οἱ ἱστορικοί πού θά κρίνουν τελεσίδικα τά γεγονότα καί τά πρόσωπα τῆς Ἱστορίας, ἀλλά ἡ ὀρθή ἤ μή ἐκτίμηση τῶν ἱστορικῶν γεγονότων καί προσώπων εἶναι ἐκείνη πού θά καταξιώσει τούς ἱστορικούς. Ἐμεῖς θ’ ἀναζητήσουμε τήν αἰτία τοῦ θαύματος στήν πεῖρα τοῦ γηραιοῦ στρατηγοῦ, πού βρέθηκε ἀπό μικρό παιδί στή «δούλεψη τῆς πατρίδας» καί ἔφερε στό κορμί του φανερά τά στίγματα τοῦ πολέμου, τοῦ Γιάννη Μακρυγιάννη.

Τό 1843 τοῦ σύστησε ὁ Κωλέττης ἕνα Γάλλο περιηγητή, πού ἦρθε στήν Ἑλλάδα νά γνωρίσει τούς ἀγωνιστές. Σχετικά μέ τή συνάντηση αὐτή γράφει στά Ἀπομνημονεύματά του ὁ Στρατηγός: «Μοῦ λέγει, (ὁ περιηγητής) ἕνα θά σᾶς βλάψη ἐσᾶς, τό κεφάλαιον τῆς θρησκείας, ὅπου αὐτείνη ἡ ἰδέα εἶναι σ’ ἐσᾶς πολύ τυπωμένη... Διά τοῦτο,  εἶπα κι ἐγώ, εὐχαριστοῦμεν τούς ξένους προστάτες μας, ὅτι εἴδαμεν τήν διάθεσίν τους εἰς αὐτό τό κεφάλαιον… Καί ποιοί εἶναι αὐτεῖνοι ὁπού σκοτώνονται καί εἶναι χαψωμένοι; Ὅλο οἱ ἀγωνισταί… Καί λευτέρωσαν καί τήν πατρίδα τους αὐτεῖνοι μέ τή θρησκεία τους, ὁπού ἦσαν πεντακόσιοι Τοῦρκοι εἰς τόν ἀριθμόν κι αὐτεῖνοι ἕνας καί χωρίς τ’ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου καί τήν μάθησιν οἱ περισσότεροι καί τ’ ἅρματά τους δεμένα μέ σκοινιά. Καί ἡ πίστη εἰς τόν Θεόν – λευτέρωσαν τήν πατρίδα τους». Α 367

«Ἡ ἱερωτάτη ἔννοια τῆς ἐλευθερίας, ὄχι ὡς ἰδεολογικοῦ πλάσματος, ἀλλ’ ὡς ὀντολογικῆς πραγματικότητος, εὗρε τήν πλήρη ἔκφρασιν αὐτῆς εἰς τόν ἀγῶνα τοῦτον τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων, ὅστις ἀκολούθως ἔχει τήν δικαίωσιν καί τήν καταξίωσίν του εἰς τήν θρησκευτικήν πίστιν καί τό ἐκκλησιαστικόν φρόνημα τῶν ἀειμνήστων ἐκείνων καί γενναίων ἀγωνιστῶν. Εἶναι δέ αὐτοί ὄχι μόνον ὅσοι ἐπολέμησαν καί ἔπεσαν κατά τήν πολυΰμνητον ἐκείνην ὀκταετίαν, ἀλλά καί ὅσοι ἀπό τῆς ἑπομένης τῆς ἁλώσεως, ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι, ἐκ τοῦ κλήρου καί ἐκ τοῦ λαοῦ, ἔφαγον τόν πικρόν ἄρτον τῆς δουλείας, ἔζησαν μέ τό γλυκύ ὅραμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Γένους καί καθ’ ἡμέραν θανατούμενοι ἕνεκεν τῆς πίστεως καί τῆς πατρίδος, παρασκεύασαν τόν ἔνδοξον ἐθνικόν ξεσηκωμόν» (Συνοδ. Ἐγκ. 1786)

Ὁ καλύτερος τρόπος γιά νά ἀναζητήση κανείς αὐτή τήν ἀλήθεια εἶναι ἡ μελέτη τῶν πηγῶν. Γι’ αὐτό προτίμησα στή σύντομη αὐτή εἰσήγησή μου, ἀντί γιά ἄλλες ἀποδείξεις νά παραθέσω στοιχεῖα καί ἀντιπροσωπευτικά ἀποσπάσματα ἀπό προσωπικές μαρτυρίες καί γεγονότα τῆς ζωῆς τῶν ἴδιων τῶν ἀγωνιστῶν, ὅπως τά διασώζει ἡ Ἱστορία. Ἐκεῖ διαπιστώνουμε πώς ἄνθρωποι ὅλων τῶν τάξεων καί τῶν στρωμάτων τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ ἐκδηλώνουν τή Ὀρθόδοξη πίστη καί τήν Ἐκκλησιαστική τους συνείδηση μέ πολλούς καί αὐθόρμητους τρόπους.

Ἀρχίζω μέ τό σῶμα τοῦ Ὀρθοδόξου κλήρου.

*****************************

Ἄν ὑπῆρξαν μεμονωμένα περιστατικά ἀνάξιων ποιμένων, αὐτά μέ κανένα λόγο δέν μποροῦν νά κρίνουν τελεσίδικα τήν προσφορά ὅλης τῆς Ἐκκλησίας στόν ἐθνικό ἀγώνα, ὅταν μάλιστα ἡ Ἐκκλησία ἔχει νά παρατάξει, μπροστά στό βωμό τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερίας, ἕνα μακροσκελῆ κατάλογο 11 Πατριαρχῶν πού θυσιάστηκαν, 100 Ἱεραρχῶν πού βρῆκαν τραγικό τέλος καί 6.000 ἄλλων Κληρικῶν, πού ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τήν ἄσβεστη δίψα τῆς Ἐλευθερίας.

Μέσα ἀπ’ τή μεγάλη χορεία τῶν Πατριαρχῶν τῆς δουλείας ξεχωρίζουν μερικές μορφές, πού ἔδειξαν ἰδιαίτερη φροντίδα γιά τήν Παιδεία τοῦ Γένους. Εἶναι ὁ Γεννάδιος Σχολάριος, πού ἵδρυσε στήν Πόλι τή Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, ὁ Ἱερεμίας Β’ ὁ Τρανός, πού μέ ἐγκύκλιό του διέταξε τούς ἀρχιερεῖς τῆς ρωμιοοσύνης νά φροντίσουν γιά τήν ἵδρυση σχολείων. Εἶναι ὁ Κύριλλος Α’ ὁ Λούκαρις, πού ἵδρυσε τό πρῶτο στήν Κων/λι καί στήν Ἀνατολή τυπογραφεῖο. Εἶναι ὁ Μελέτιος Πηγᾶς, γνωστός γιά τή μόρφωσί του. Εἶναι ὀ Κύριλλος Ε’ πού ἵδρυσε τήν Ἀθωνιάδα στό Ἅγιον Ὄρος. Εἶναι ὀ Ἰωάσαφ Β’ πού, σέ ἐπιστολή του πρός ἕνα δάσκαλο τῆς Ἀδριανουπόλεως ἔγραφε στίς 18-3-1551: «τούς δέ μαθητάς, πρός Θεοῦ, μή ἀμέλει, ἀλλά πάσῃ δυνάμει ἐν ἐπιμελείᾳ καί καθαρᾷ συνειδήσει σπούδασον… Ἅπαντα τά παιδία καλῶς σπουδάτωσαν». Ὅλοι αὐτοί ἐμόχθησαν γιά νά διατηρηθῆ ἡ γλῶσσα, ἡ ἐθνική συνείδησι, ὁ ἑλληνισμός.

Ἡ ἀληθινή ὅμως Ἱστορία βεβαιώνει μέ στοιχεῖα πώς ἡ Ἐκκλησία ἔχει νά παρουσιάσει, ἀπό ὅλα τά κλιμάκια τῆς ἱεραρχίας της, μάρτυρες καί ὁμολογητές καί ἀγωνιστές ἔξοχους καί ἡρωϊκούς. Θά μνημονεύσουμε μερικούς. Οἱ Πατριάρχες Παρθένιος Β’, Παρθένιος Γ’ ὁ σοφός, Κύριλλος Α’, Κύριλλος Γ’, Γρηγόριος Ε’ καί ἄλλοι ὑπό δημίων κατά διαταγήν σουλτανικήν ἐθανατώθησαν.

Ὁ Ἰωάσαφ Α’, ἀρνήθηκε νά ἐκτελέσει διαταγήν τοῦ σουλτάνου, νά ἐγκρίνει  τόν παράνομον γάμον τοῦ εὐνοουμένου τοῦ σουλτάνου Μεχμέτ Β’, Γεωργίου Ἀμοιρούτση, ἤδη έγγάμου, μετά τῆς χήρας τοῦ τελευταίου δουκός τῶν Ἀθηνῶν Νέρο Ἀτσιούλη, καί ἐξεβλήθη τοῦ θρόνου καί ὑπέστη τόν ἐξευτελισμόν τοῦ ξυρίσματος τῆς γενειάδος του. Ἀλλά τήν ὥρα αὐτή ἐκεῖνος ἔλεγε: «Οὐχί μόνον τά γένεια, ἀλλά καί τάς χεῖρας καί τούς πόδας καί τήν κεφαλήν δύνανται νά μέ κόψωσι ἕνεκεν τῆς ἀληθείας, οὐδέ θέλω ποτέ παραβῆ τούς νόμους, ὧν διατελῶ φύλαξ καί προστάτης».

Ὁ ἀρχιμανδρίτης Μάξιμος ἐπροτίμησε τόν ἀκρωτηριασμό τῆς μύτης του, ἀπό τήν ὑποταγή στό θέλημα τοῦ ἴδιου σουλτάνου.

Ὁ Πατριάρχης Παρθένιος Β’ ἀπηγχονίσθη, διότι εὑρέθη ἀπό κατασκόπους καί ἐδόθη στήν Πύλη ἐπιστολή του ἀγγέλουσα τήν ἐγγίζουσα νίκη τοῦ Σταυροῦ κατά τῆς ἡμισελήνου.

Ὁ Κορίνθου Ζαχαρίας ἐθανατώθη ἀπό τούς Τούρκους, ἐπειδή συνεννοεῖτο μέ τούς Βενετούς.

Ὁπλαρχηγοί κατά τήν δουλείαν διετέλεσαν, μεταξύ τῶν ἄλλων, καί οἱ Σαλώνων Τιμόθεος, Θηβῶν Ἱερόθεος, Λαρίσης Μακάριος, Εὐβοίας Ἀμβρόσιος, Σαλώνων Φιλόθεος. Ἡ ἑλληνική Ἐπανάστασι βρῆκε ἐπί τῶν ἐπάλξεων ὅλους τούς κληρικούς. Πασίγνωστα τά ὀνόματα τῶν Ρωγῶν Ἰωσήφ, Σαλώνων Ἡσαΐα, Γρηγορίου Παπαφλέσσα, Ἀθανασίου Διάκου. Τά μοναστήρια ἔγιναν τά ὁρμητήρια τῶν ἀγωνιστῶν. Καί πρόσφεραν ἄψυχο καί ἔμψυχο ὑλικό γιά τόν ἀγώνα. Στήν πρόσκλησι τῆς πατρίδος ἔδωσαν τό παρόν, χωρίς  ἐνδοιασμό καί χωρίς ὅρους. Ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στή μεγάλη ὑπόθεσι τοῦ Γένους ὑπῆρξε ἀπόλυτη καί χωρίς προηγούμενο.

Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ

Ὡστόσο οἱ πολέμιοι συνεχίζουν. Ὁ κατώτερος κλῆρος –λένε- ἀγωνίσθηκε. Οἱ πατριάρχες καί οἱ δεσποτάδες ἦταν μακρυά, ἔπαιζαν διπλωματία. Ἔτσι τά βάζουν τώρα μέ τόν ἐθνο- ιερο-μάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριο τόν Ε’, πού τόν ἐμφανίζουν τουρκόδουλο, ἐχθρό τῆς Ἐπαναστάσεως καί προδότη. Σάν ἐπιχείρημα τρανό κραδαίνουν τόν ἀφορισμό πού ἐξέδωσε ἐναντίον τοῦ Ὑψηλάντη καί τοῦ Σούτσου. Ἀλλ’ ἄς δοῦμε πῶς ἔχουν τά πράγματα.

 Εἶναι ἀλήθεια πώς ὁ Πατριάρχης δέν ἐνέκρινε τήν κήρυξι τῆς Ἐπαναστάσεως κείνη τήν ὥρα, γιατί ἐγνώριζε πόσο δυσμενές γιά τήν Ἑλλάδα ἦταν τότε τό διεθνές κλῖμα.

Δέν ἤθελε τήν Ἐπανάστασι ὁ Πατριάρχης, ὄχι γιατί προτιμοῦσε τήν πατρίδα του ὑπόδουλη, ἀλλά γιατί σάν ὑπεύθυνος Ἐθνάρχης ἀναλογιζόταν τή σκληρότητα τοῦ ἀφηνιασμένου δυνάστη, πού θά ξέσπαγε πάνω στή ράχη τοῦ λαοῦ. Τά Ὀρλωφικά πού εἶχαν προηγηθῆ, καί οἱ ἀποτυχημένες ἐπαναστάσεις τοῦ παπα-Βλαχάβα καί τοῦ Διονυσίου Σκυλόσοφου εἶχαν ὑψώσει ἑκατόμβες θυμάτων, μεταξύ τοῦ ἀμάχου καί ἀθώου πληθυσμοῦ. Εἶχε τούς λόγους του, ἀπόλυτα δικαιολογημένους ὁ Πατριάρχης, νά μή ἐγκρίνει τήν κήρυξι τῆς Ἐπαναστάσεως. Κάθε καλόπιστος τό καταλαβαίνει.

Ὅταν ὅμως κηρύχθηκε ἡ Ἐπανάστασι καί τό πρῶτο μήνυμά της ἔφθασε στήν Πόλι, ὁ Γρηγόριος ἔσπευσε στό σπίτι τοῦ Μεγάλου Δραγουμάνου Κων/νου Μουρούζη, καί ὅπως διηγεῖται ὁ Καρολίδης, τόν ἱκέτευσε νά φύγει γιά νά σωθῆ. «Εἶσαι νέος ἔτι καί ἀκμαῖος – τοῦ εἶπε – πολλάς ἔτι δύνασαι νά προσφέρῃς ὑπηρεσίας εἰς τό Ἔθνος. Ἄφες ἐμοί τῷ γέροντι ἵνα διά τῆς καταστροφῆς τοῦ σαρκίου τούτου μετριάσω ὁποσοῦν τήν τοῦ τυράννου δίψαν τοῦ αἵματος καί σώσω τό Ἔθνος». Λόγια συγκλονιστικά αὐταπαρνητοῦ Ἱεράρχου. Καί ὅταν ὕστερα ἀπό λίγες μέρες τόν προέτρεπαν νά σωθῆ ὁ ἴδιος διά τῆς φυγῆς ἐκεῖνος τούς ἔλεγε: «Μέ προτρέπετε εἰς φυγήν. Μάχαιρα θά διέλθῃ τάς ρύμας τῆς Κων/λεως καί τῶν λοιπῶν πόλεων τῶν χριστιανικῶν ἐπαρχιῶν. Ὑμεῖς ἐπιθυμεῖτε ἐγώ μετημφιεσμένος νά καταφύγω εἰς πλοῖον ἤ νά κλεισθῶ ἐν οἰκίᾳ οἱουδήποτε εὐεργετικοῦ ἡμῶν πρεσβευτοῦ, ν’ ἀκούω δ’ ἐκεῖθεν πῶς οἱ δήμιοι κατακρεουργοῦσι τόν χηρεύσαντα λαόν. Οὐχί. Ἐγώ διά τοῦτο εἶμαι Πατριάρχης, ὅπως σώσω τό Ἔθνος μου, οὐχί δέ ὅπως ἀπολεσθῇ τοῦτο διά τῆς χειρός τῶν Γιανιτσάρων. Ὁ θάνατός μου ἴσως ἐπιφέρει μεγαλειτέραν ὠφέλειαν, παρά ἡ ζωήν μου. Οἱ ξένοι χριστιανοί ἡγεμόνες, ἐκπλαγέντες ἐκ τῆς ἀδικίας τοῦ θανάτου μου, δέν θά θεωρήσωσιν ἀδιαφόρως πῶς ἡ πίστις αὐτῶν ἐξυβρίσθη ἐν τῷ προσώπῳ μου. Οἱ Ἕλληνες, οἱ ἄνδρες τῆς μάχης, θά μάχωνται μετά μεγαλυτέρας μανίας, ὅπερ συχνάκις δωρεῖται τήν νίκην. Εἰς τοῦτο εἶμαι πεπεισμένος. Βλέπετε μεθ’ ὐπομονῆς εἰς ὅ,τι καί ἄν μοῦ συμβῇ. Σήμερον (κατά τήν Κυριακήν τῶν Βαΐων) θά φάγωμεν ἰχθύας, ἀλλά μετά τινας ἡμέρας, καί ἴσως κατά ταύτην τήν ἑβδομάδα, ἰχθείς θά μᾶς φάγωσι… Ναί, ἄς μή γίνω χλεύασμα τῶν ζώντων. Δέν θά ἀνεχθῶ ὥστε εἰς τάς ὁδούς τῆς Ὀδησσοῦ, τῆς Κερκύρας καί τῆς Ἀγκῶνος, διερχόμενον ἐν μέσῳ τῶν ἀγυιῶν νά μέ δακτυλοδεικτῶσι λέγοντες: «Ἰδού ἔρχεται ὁ φονεύς Πατριάρχης». Ἄν τό Ἔθνος μου σωθῇ καί θριαμβεύσῃ, τότε, πέποιθα, θά μοῦ ἀποδώσῃ θυμίαμα ἐπαίνου καί τιμῶν, διότι ἐξεπλήρωσα τό χρέος μου… Ὑπάγω ὅπου μέ καλεῖ ὁ νοῦς μου, ὁ μέγας κλῆρος τοῦ Ἔθνους καί ὁ πατήρ ὁ οὐράνιος ὁ μάρτυς τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων».

Καί ὁ ἀφορισμός; Γιατί τόν ἔκανε; Ἡ ἀπάντησι εἶναι ἁπλῆ. Μέ τό ξέσπασμα τῆς Ἐπαναστάσεως ὁ σουλτάνος ἐξαγριώθηκε. Πρῶτα ξέσπασε στούς ραγιάδες τῆς Πόλης. Οἱ θηριωδίες πού ἔγιναν τότε δέν περιγράφονται. Ὕστερα ζήτησε ἐξηγήσεις ἀπό τόν Πατριάρχη, πού καμώθηκε πώς δέν ἤξερε τίποτε. Ὕστερα ἄρχισε νά κρεμάει τούς Φαναριῶτες. Εἶχε γίνει θηρίο ἀνήμερο. Μέσα σέ λίγες μέρες ἀντικατέστησε δύο μεγάλους Βεζύρηδές του ἐπειδή ἦσαν ἐπιεικεῖς ἀπέναντι στούς χριστιανούς. Ἐκρέμασε τόν σεϊχουλισλάμη, δηλ. τόν πνευματικό ἀρχηγό τῶν μουσουλμάνων, πού ἀρνήθηκε, ἔπειτα καί ἀπό προσωπικό διάβημα τοῦ Γρηγορίου Ε’ καί τοῦ Ἱεροσολύμων Πολυκάρπου, νά ἐκδώσει φετφά γιά γενική σφαγή τῶν χριστιανῶν. Μπροστά στό μεγάλο αὐτό κακό, ὁ Πατριάρχης, γιά νά ρίξει «στάκτη στά μάτια» τοῦ σουλτάνου, ἀφώρισε τούς πρωτεργάτες τῆς Ἐπαναστάσεως. Κανείς δέν πίστεψε πώς ὁ ἀφορισμός ἦταν ἀληθινός. Οὔτε οἱ ἀφορισθέντες, οὔτε ὀ σουλτάνος. Τό τέχνασμα δέν ἔπιασε. Ὁ Ὑψηλάντης ἔγραφε στά παληκάρια του: «Ὁ Πατριάρχης βιαζόμενος ὑπό τῆς Πόρτας σᾶς στέλλει ἀφοριστικά … Ἐσεῖς νά τά θεωρῆτε ἄκυρα καθότι γίνονται μέ βίαν καί δυναστείαν καί ἄνευ τῆς θελήσεως τοῦ Πατριάρχου». Καί ὁ σουλτάνος σέ ἀπάντησι ἐκρέμασε τόν Πατριάρχη. Ὁ ἀφορισμός ἤρθη μυστικά στό Πατριαρχεῖο τή Μεγ. Δευτέρα, πρίν δηλ. τόν θάνατο τοῦ Πατριάρχη. Αὐτή εἶναι ἠ ἀλήθεια χωρίς φόβο καί προκατάληψι.

**************************************

Καί ἔρχομαι τώρα στούς Διδασκάλους τοῦ Γένους.

Εἶναι συγκλονιστικό τό παράδειγμα τοῦ Γεωργίου Γενναδίου, ὁ ὁποῖος σέ μιά δύσκολη καμπή τοῦ ἀγώνα ἐμψυχώνει ὄχι μόνο μέ τό λόγο καί τό παράδειγμα τῆς αὐτοθυσίας τούς ἥρωες τοῦ Μεσολογγίου, πού κατέφυγαν στό Ναύπλιο, ἀλλά κυρίως μέ τήν πίστη στόν Ὕψιστο. Συγκεντρώνει τότε τά γυναικόπαιδα - ἕνα πλῆθος ἀπό χῆρες καί ὀρφανά – καί ἀπευθύνη τήν παρακάτω συγκινητική προσευχή: «Ὕψιστε Θεέ, Σύ, ὁ προστάτης τῶν ἀθώων καί τῶν μή ἐχόντων καταφυγήν, μή ἐγκαταλείπης καί Σύ τά παιδία ταῦτα, τά προσπίπτοντά Σοι… Δός, παρά τάς βουλάς τῶν ἀνθρώπων, νά ἐπιλάμψη ἐπ’ αὐτῆς (τῆς Ἑλλἀδος) πάσης ὁ ἥλιος τῆς Ἐλευθερίας καί νά τελειωθῇ ἡ Σή δύναμις, τά δέ παιδία ταῦτα, πολῖται ἐλεύθεροι, νά τήν ὑπηρετήσουσι ποτέ ἐν πίστει καί εἰλικρινείᾳ πρός σωτηρίαν αὐτῆς καί πρός δόξαν Σου αἰωνίαν». (Ἐθ. Ἐπ. 86)

Ἀντάξιοι τῶν διδασκάλων τους ἀποδεικνύονται καί οἱ μαθηταί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀποτελοῦν οἱ νέοι ἱερολοχίτες. Κατάλληλα προετοιμασμένοι μέ τήν ἑλληνορθόδοξη παιδεία, δέχονται μέ ἐνθουσιασμό τήν προκήρυξη τοῦ Ὑψηλάντη, πού ἐκφράζει ἀπό τό ἕνα μέρος τήν πίστη τοῦ συντάκτη της, ἀλλά συγχρόνως ἀνταποκρίνεται στούς πόθους καί τίς λαχτάρες τῶν νεαρῶν Ἑλλήνων μαθητῶν:

«ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ Ἰδοὺ ἡ φίλη ἡμῶν πατρὶς Ἑλλὰς ἀνυψώνει μετὰ θριάμβου τὰς προπατορικάς της σημαίας, τὸν Τίμιον καὶ ζωοποιὸν Σταυρὸν καί κράζει μεγαλοφώνως: «Ἐν τούτῳ τῷ σημείῳ νικῶμεν! Ζήτω ἡ ἐλευθερία!». (Ἐθ. Ἐπ. 88)

Ἔτσι στίς 26 Φεβρουαρίου 1821 συγκεντρωμένοι οἱ νέοι στόν Ἱερό Ναό τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν τοῦ Ἰασίου, ἀφοῦ κοινωνοῦν τά ἄχραντα Μυστήρια, ὑψώνουν τίς Ἑλληνικές σημαῖες καί σχηματίζουν τόν Ἱερό Λόχο, ὅπως μαρτυρεῖ σέ γράμμα του ὁ ἱερολοχίτης Ἰωάννης Ἀμβροσιάδης. (Πρ. Νίκην 366,127)

Ἐκεῖνοι πού μᾶς εἶναι περισσότερο γνωστοί ἀπό τά κατορθώματά τους εἶναι οἱ στρατιωτικοί τῆς θάλασσας καί τῆς ξηρᾶς.

Δέστε τίς σημαῖες τῶν ἀγωνιστῶν αὐτῶν. Τά ἱερά τους σύμβολα. Τά λάβαρα. Τά συνθήματα. Τίς σφραγῖδες τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων. Ὅλα ἀκτινοβολοῦν ἀκράδαντη πίστη. Οἱ Χειμαριῶτες στίς σημαῖες τους ζωγραφίζουν τούς ἀρχαγγέλους μέ τίς πύρινες ρομφαῖες. Οἰ ἀρματωλοί καί οἱ κλέφτες στή μιά ὄψη τό σταυρό καί στήν ἄλλη τήν ἀρχιστράτηγο Θεοτόκο. Ὁ Λάμπρος Κατσώνης εἶχε σημαία μέ τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου καί τῆς Ἀγίας Ἑλένης. Ὁ Μάρκος Μπότσαρης ἄσπρη σημαία μέ τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ὁ Παπαφλέσσας ἔνωσε λωρίδες ράσου καί φουστανέλλας σέ σχῆμα σταυροῦ καί ἔκαμε σημαία. Ὁ Πλαπούτας ἔγραψε στό λάβαρό του «Ἰησοῦς Χριστός Νικᾶ», καί ὁ Ἀθανάσιος Διάκος κάτω ἀπό τό σταυρό τῆς σημαίας του «Ἐλευθερία ἤ θάνατος».

Ὁ γεννημένος γιά καπετάνιος Ἀνδρέας Μιαούλης τοποθέτησε στό πλοῖο του σταυρό καί ἔβαλε νά χαράξουν κάθετα: «Σταυροῦ τύπος, ἐχθροῖς τρόμος» καί ὁριζόντια: «Σταυρός πιστῶν τό στήριγμα».

Ὁ Κων/νος Κανάρης, ἄνθρωπος μέ βαθειά πίστη, ὁμολογεῖ ὅτι ὀ σταυρός καί ἡ πίστη τοῦ ἔδωσαν τή δύναμη νά τολμήσει καί νά κατορθώση τήν ἀνατίναξη τῆς τούρκικης ναυαρχίδας. Γι’ αὐτό καί μόλις ἀποβιβάστηκε μαζί μέ τούς συντρόφους του στά Ψαρά, κατευθύνθηκε μαζί μέ τούς συντρόφους του στό ἐξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἄναψε τή λαμπάδα, γονάτισε καί γεμάτος συγκίνηση εὐχαρίστησε τό Θεό καί τόν παρακάλεσε νά δώσει ταχύτατη τή λευτεριά στήν πατρίδα. (Εθ. Επ. 149)

Ὁ ἱστορικός τῆς ἐπανάστασης Γερβῖνος, ἀφοῦ μᾶς δίνει τά κύρια χαρακτηριστικά τοῦ ἁγνότερου Σουλιώτη ἥρωα, τοῦ Μάρκου Μπότσαρη: «Μετριόφρων, ἥπιος, πιστός, δίκαιος, ὑπερεῖχε ὅλων τῶν πολιτικῶν – τολμηρός δέ καί δραστήριος, ὑπερεῖχε τῶν πλείστων ἐπισημοτάτων ὁπλαρχηγῶν» προσθέτει τό ἑξῆς περιστατικό:

«Κείνη τήν ἐποχή ἡ Κυβέρνηση τοῦ εἶχε στείλει δίπλωμα τῆς προαγωγῆς του σέ στρατηγό. Σάν εἶδε ὅμως τίς ζηλόφθονες ματιές τῶν ἄλλων καπεταναίων, φίλησε τό δίπλωμα σέ ἔνδειξη σεβασμοῦ καί τό ἔσχισε λέγοντας: «Ὅποιος εἶναι ἄξιος τό παίρνει αὔριο ἀπό τόν Σκόδρα Πασᾶ». Ξεκίνησε μέ 240 Σουλιῶτες γιά ν’ ἀντικόψη τήν κάθοδο τοῦ Πασᾶ καί περίφροντις ὁδεύει πρός τή θυσία. Στό δρόμο του ἀπάντησε Ἐκκλησιά. Μπαίνει, ἀνάβει κερί καί προσκυνᾶ. Βγαίνοντας δίνει λίγα γρόσια στόν καλόγερο νά τά μοιράση γιά τήν ψυχή τοῦ Μάρκου. Καί ὁ καλόγερος πού δέν τόν γνώριζε ρώτησε λυπημένος: - Τί πέθανε ὁ Μᾶρκος; - Ὄχι, τοῦ ἀπαντᾶ. Πάει γιά νά πεθάνη!» (Ἀστ. Χρ. 497)

Ἕνα γράμμα τοῦ Ὀδυσσέα Ἀνδρούτσου μέ ἡμερομηνία 22 Μαρτίου 1822, πού ἀπευθύνεται στούς Γαλαξειδιῶτες, δείχνει τήν ἐμπιστοσύνη στό Θεό καί τό σεβασμό στήν Ἐκκλησία τοῦ ἄξιου αὐτοῦ ὁπλαρχηγοῦ:   

«Ἀγαπητοί μου Γαλαξειδιῶτες, ἦταν βέβαια ἀπό τόν Θεό γραμμένο νά δράξουμε τά ἅρματα μιά ἡμέρα καί νά χυθοῦμε κατεπάνω στούς τυράννους μας… Δέν τηρᾶτε πού τίποτε δέν μᾶς ἀπόμεινε; Οἱ ἐκκλησίες μας γενήκανε τζαμιά καί ἀχούρια τῶν Τούρκων… Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε χέρια, γνῶσι καί νοῦ. Ἄς ρωτήσουμε τήν καρδιά μας καί ὅ,τι μᾶς ἀπανταχαίνει ἄς τό βάλωμε γρήγορα σέ πρᾶξιν καί ἄς εἴμεθα, ἀδέρφια, βέβαιοι τό πῶς ὁ Χριστός μας ὁ πολυαγαπημένος θά βάλη τό χέρι ἀπάνω μας». Φωτ. 334

Ὁ Ζαφειράκης, ὁ Γάτσος καί ὁ Καρατάσος ὁπλαρχηγοί τῆς Κεντρικῆς Μακεδονίας, ὕστερα ἀπό κατανυκτική Θεία Λειτουργία στή Μητρόπολη Νάουσας στίς 22 Φεβρουαρίου 1822 καί ἀφοῦ κοινωνοῦν τά Ἄχραντα Μυστήρια, δίνουν μαζί μέ ἄλλους ὁπλαρχηγούς τόν ἱερό ὅρκο τοῦ ἀγώνα. (Γιά Ενθ. 59)

Ὁ Δυτικομακεδόνας Συνταγματάρχης Νικόλαος Κασομούλης ἀποκαλύπτει τίς βαθύτατες σχέσεις πού εἶχε μέ τήν Ὀρθόδοξη πίστη, γράφοντας στή διαθήκη του:

«Ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ ὑπογεγραμμένος ἐν τῇ παρούσῃ μου Νικ. Κων/νου Κασομούλης, γεννηθείς εἰς Κοζάνην, πόλιν Μακεδονίας κατά τό ἔτος 1795, Αύγούστου 20… ἐξοδεύσας τό ἄνθος τῆς ἡλικίας μου ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας τῆς πατρίδος… παραδίδων δέ τήν ψυχήν μου εἰς τόν Ὕψιστον Θεόν ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ ψυχῇ τε καί πνεύματι ὡς χριστιανός ὀρθόδοξος καί στρατιώτης εἰλικρινής.

Ἐν Στυλίδι τήν 18η Ἰουλίου 1871» (Διπτ. 158).

Ὅταν ἡ Ἀθήνα κινδυνεύει ἀπό τόν Κιουταχή, ὁ Καραϊσκάκης βρίσκεται στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σεραφείμ πάνω ἀπό τή Λειβαδιά. Μαζί μέ τούς ἄνδρες του πέφτει στά γόνατα καί τάζει: «Βοήθησέ μας Αϊ Σεραφείμ νά διώξουμε τόν Κουτάγια ἀπό τήν Ἀθήνα, νά γλιτώσουμε τούς κλεισμένους χριστιανούς καί νά κάνουμε στούς Τούρκους δεύτερη Ἀράχωβα καί νά σοῦ φέρω χρυσό καντήλι στόν τάφο σου». (Πρός ΛΑΟ 2)

Πολύ ἐπιγραμματικά, ἀλλά καί πολύ χαρακτηριστικά ὁ βιογράφος τοῦ Κολοκοτρώνη Γεώργιος Τερτσέτης, πού ἔζησε κοντά του σημειώνει γιά τό Γέρο τοῦ Μωριᾶ: «Στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Πατρίδος, κανένας τίτλος περιφανέστερος τῆς γῆς δέν ἰσοδυναμεῖ μέ τόσον ἅγιον ὄνομα». (Στεργ. 13)

Ὁ ἴδιος δέ ὁ Κολοκοτρώνης γράφει στά Ἀπομνημονεύματά του: «Τό ψαλτήρι, ὁ μηναῖος, ἄλλαι προφητεῖαι, ἦσαν τά βιβλία ὁπού ἀνέγνωσα» (Κολ. 34) Γιά κάποια δύσκολη περίπτωση τοῦ ἀγώνα διηγεῖται: «Ἦτο μία ἐκκλησιά εἰς τόν δρόμον (ἡ Παναγία στό Χρυσοβίτσι) καί τό καθησίο μου ἦτον ὁπού ἔκλαιγα τήν Ἑλλάς: «Παναγία μου, βοήθησε καί τούτη τή φορά τούς Ἕλληνες διά νά ἐμψυχωθοῦν». (Κολ. 42)

Ὅσο γιά τό Μακρυγιάννη εἶναι τόσες πολλές οἱ μαρτυρίες, ὥστε θά χρειαζόταν ὄχι μία διάλεξη, ἀλλά μιά σειρά διαλέξεων γιά νά τίς παρουσιάσει καί νά τίς ἀξιολογήσει κανείς. Ἐνδεικτικά μόνο ἀναφέρω τήν ἀπάντηση πού ἔδωκε στό Ναύαρχο Δεριγνύ: «Εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσεις κι ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατός ὁ Θεός ὁπού μᾶς προστατεύει» (Στεργ. )

Ἡ ἴδια πίστη καί τό ἴδιο φρόνημα διαπνέουν τούς Ἕλληνες ὅλων τῶν τάξεων. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης Πρῖγκος ἀπό τή Ζαγορά, ἔμπορος στήν Ὀλλανδία, γράφει σέ ἐπιστολή του τό 1768 «Ὁ Θεός νά ἐνεύση εἰς τήν καρδίαν τῆς βασιλείας Ρωσίας ὁπού εἶναι ὁμόπιστος νά μᾶς ἐλευθερώση ἀπό τόν ζυγόν τόν βαρύ καί δυσβάστακτον, δι’ αὔξησιν καί στερέωσιν τοῦ Χριστιανισμοῦ»(Κορδ. 124)

Θά ἦταν παράλειψη ἄν δέν ἀναφέραμε ἐδῶ καί παραδείγματα γυναικῶν, οἱ ὁποῖες δέν ὑστέρησαν καθόλου, ὄχι μόνο σέ ἡρωϊκά κατορθώματα, ἀλλά καί σέ βαθειά καί εἰλικρινῆ ἀφοσίωση πρός τήν ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη:

Ἡ Ἑλένη Λιαροπούλου στήν Ἀρκαδία προσπαθεῖ νά διασωθῆ ἀπό τούς στρατιῶτες τοῦ Ἰμπραήμ μέ τή φυγή. Ἐκεῖνοι τήν καταδιώκουν καί τήν πλησιάζουν κοντά σέ κάποιο γκρεμό. Μέ τό παιδί στήν ἀγκαλιά της ἡ ἡρωΐδα Ἑλληνίδα μάνα, γυρίζει καί ἀπευθύνεται στόν πλησιέστερο Αἰγύπτιο: «Στάσου ἄπιστε. ἀληθινή χριστιανή δέν παραδίνεται στά χέρια τῶν ἀπίστων» καί ἀμέσως ρίχνεται στό γκρεμό.

Παραλείποντας τήν ἄφθαστη θυσία τῶν γυναικῶν τοῦ Σουλίου καί τῆς Ἀραπίτσας, δίνω τό λόγο στόν περιηγητή Πουκιεβίλ νά μᾶς μιλήσει γιά τίς γυναῖκες πού ἔπεσαν στά χέρια τοῦ Ἀβδούλ Ἀμπούδ:

«Ἐδίστασα πολύ ἄν πρέπει νά ἀναφέρω τά γεγονότα ταῦτα. Ἀλλά ἠ φωνή τῆς ἀληθείας μέ ὑποχρεώνει νά ὁμιλήσω. Καί ὁμολογῶ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ αἰῶνός μου καί τῆς Ἱστορίας, πρός τήν ὁποίαν, εἶμαι ὑπεύθυνος διά τήν ἀφήγησίν μου, ὅτι δέν ὑπάρχει καμμία ὑπερβολή, ἀλλά μόνον γυμνή ἡ ἀλήθεια. Αἱ δυστυχεῖς ἐκεῖναι γυναῖκες εἰς τάς ὁποίας ἐπρότεινον νά ἀρνηθοῦν τήν χριστιανικήν πίστιν, ὑπεβλήθησαν εἰς τοιαῦτα μαρτύρια, φρικιῶ ἀναγράφων… Ἐβύθισαν ἐντός σάκκου, τόν ὁποῖον εἶχον γεμίσει μέ φίδια, τήν σύζυγον τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Καρατάσου. Ὁ Ἀβδούλ Ἀμπούδ ἤλπιζεν ὅτι ὁ θάνατός της θά ἐπήρχετο κατόπιν φρικτῶν πόνων καί βασάνων. Ἀλλά αἱ πληγαί πλήθους ἐχιδνῶν ἔχυσαν τόσον δηλητήριον εἰς τάς φλέβας τῆς μάρτυρος, ὥστε περιέπεσεν εἰς λήθαργον καί ἀπέθανεν ἀνωδύνως, λυτρωθεῖσα οὕτω τῶν δημίων της, ὑπέρ τῶν ὁποίων δέν ἔπαυεν νά προσεύχεται θερμῶς ἐπικαλουμένη τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί τῆς Παναγίας μέχρι τῆς τελευταίας ὥρας. Οὕτως ἀπέθνησκον αἱ χριστιαναί γυναῖκες.» (Διαλε 13)

Θά μποροῦσε νά ἰσχυρισθῆ κάποιος πώς ὅλα τά παραπάνω εἶναι μεμονωμένα παραδείγματα. Ὁπωσδήποτε δέν εἶναι τά μοναδικά. Ἐάν εἶχα χρόνο στή διάθεσή μου θά μποροῦσα νά προσθέσω πολλά ἀκόμα. Δέν σημαίνει ὅμως αὐτό πώς δέν ὑπῆρξαν καί  Ἕλληνες οἱ ὁποῖοι μέ τή ζωή τους κυρίως ἔδειξαν πώς δέν τούς ἄγγιξε τό μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας γιά λύτρωση, δικαιοσύνη καί ἀγάπη. Συγχρόνως ἐμφανίζονται καί ἀπειροελάχιστες περιπτώσεις Γραικῶν, οἱ ὁποῖοι τολμοῦν νά μιλήσουν ἤ νά γράψουν ἐναντίον τῆς πίστεως καί τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ὅλοι αὐτοί ἀποκλειστικά σχεδόν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἐσπούδασαν «εἰς τάς Εὐρώπας» καί ἐμφανίζονται συνήθως σάν ἀνώνυμοι.

Μποροῦν οἱ τελευταῖες αὐτές σκέψεις νά μᾶς ὁδηγήσουν στό συμπέρασμα ὅτι τά πρῶτα παραδείγματα δέν ἐκφράζουν τό φρόνημα τοῦ συνόλου τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ τοῦ ’21 σχετικά μέ τήν ἀφοσίωσή του στήν Ἐκκλησία;

Ἐδῶ χρειάζεται προσοχή. «Θά ἦτο βεβαίως ὑπερβολή – γράφει ὁ σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας Διονύσιος – καί ἄγνοια τῆς Ἱστορίας, ἐάν ἐλέγαμεν ὅτι ὁ ἱερός ἀγών τῶν Ἑλλήνων πρός ἀπόκτησιν τῆς ἐλευθερίας ὑπῆρξεν ἔργον μόνον τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἱεροῦ κλήρου. Σύσσωμον τό Ἔθνος ἐξεσηκώθη πρός ἀποτίναξιν τοῦ βαρβαρικοῦ ζυγοῦ τῆς δουλείας. οἱ πατριάρχαι, οἱ ἐπίσκοποι, οἱ παπάδες, οἱ καλόγεροι, οἱ διδάσκαλοι, οἱ ἔμποροι, οἱ ἀρματωλοί, οἰ κλέφτες, οἱ ὁπλαρχηγοί, οἱ καραβοκύρηδες, οἱ πυρποληταί, ὅλοι αὐτοί ἦταν ἡ Ἐκκλησία, ὅλοι ἦσαν ἄνδρες πίστεως καί ἦτο αὐτή ἡ πίστις πού τούς ὥπλιζε μέ ὑπομονήν, μέ ἐλπίδα, μέ εὐψυχίαν, μέ πνεῦμα θυσίας. Κέντρον καί συνισταμένη τοῦ ἐθνικοῦ βίου ὑπό τόν ζυγόν τῆς δουλείας ὑπῆρξε πάντοτε ἡ Ἐκκλησία, ὄχι τόσον ὡς μία ἐξουσία ἐπί τοῦ λαοῦ καί ὀργάνωσις, ὅσον ὡς μία ἐσωτερική πνοή καί δύναμις, ζωοποιοῦσα τό ἐθνικόν σῶμα, ἑνοῦσα τά μέλη αὐτοῦ διά κοινῆς πίστεως καί συντονίζουσα τάς ἐνεργείας του. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ὁ λαός τοῦ Κυρίου».

Ἀκριβῶς αὐτό εἶναι καί τό φρόνημα πού ἐκφράζουν τά κείμενα, τά ὁποῖα ἀναφέρονται σέ γεγονότα σχετικά μέ συλλογικές ἐκδηλώσεις τοῦ Γένους.

Ἔτσι τό σχέδιον τῆς ἐξόδου τῶν «ἐλεύθερων πολιορκημένων» τοῦ Μεσολογγίου ἀρχίζει: «Ἐν ὀνόματι τῆς Ἁγίας Τριάδος», ἐνῶ στήν τελευταία Θεία Λειτουργία, πρίν προσέλθουν νά κοινωνήσουν οἱ μελλοθάνατοι ἀσπάζονται ὁ ἕνας τόν ἄλλο μέ φίλημα ἅγιο καί εὔχονται: «Συγχωρήσατέ μας ἀδελφοί! Καλήν ἀντάμωσιν εἰς τόν ἄλλον κόσμον! Μνήσθητί μου, Κύριε ἐν τῇ Βασιλεία Σου» (Εθ. Επ. 140)

Πολύ εὔγλωττα ἐπίσης γιά τίς σχέσεις λαοῦ καί Ἐκκλησίας εἶναι τά κείμενα τῶν προκηρύξεων, τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων καί τῶν πρώτων πολιτικῶν Συνταγμάτων.

Μεταφέρω ἐλάχιστα ἀποσπάσματα προκηρύξεων τῆς ἐπαναστάσεως.

Ἀπό τήν προκήρυξη τοῦ Δημητρίου Ὑψηλάντη: «Στρατηγοί καί πάντες στρατιῶται,

Ἐπειδή ἀγωνιζόμεθα ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος, χρεωστῶ νά δώσω λογαριασμόν μίαν ἡμέραν εἰς τήν ὑπερτάτην Ἀρχήν» (Σφ.111)

Ἀπό τήν προκήρυξη τῆς Ὕδρας πρός τούς Ἕλληνες τῶν Κυκλάδων: «Ἡ Θεία πρόνοια ηὐδόκησε νά ὑπερλάμψη ἡ ὀρθόδοξος πίστις καί νά καταργηθῆ ἡ δόξα καί τό κράτος τοῦ τυράννου» (Απ. Δασκ. 1,158)

Ἀπό τήν προκήρυξη τῆς Συνελεύσεως τῆς Ἀνατολικῆς Χέρσου Ἑλλάδος:

«Ἡμεῖς οἱ συνελθόντες εἰς ταύτην τήν ὑπέρ τοῦ κοινῇ συμφέροντος πατρίδι Συνέλευσιν τῆς Ἀνατολικῆς Χέρσου Ἑλλάδος, ὁρκιζόμεθα εἰς τό ὄνομα τῆς Ὑπερουσίου Τριάδος καί τῆς ἱερᾶς ἡμῶν πατρίδος, νά βουλεύσωμεν μέ πίστιν καί μέ εἰλικρίνειαν καί νά προβάλωμεν εἰς τό ἱερόν τοῦτο συνέδριον μόνα τά συμφέροντα τῇ πατρίδι, χωρίς ἰδιαίτερον συμφέρον κέρδους ἤ φιλοτιμίας ἤ φιλοδοξίας…» (Απ. Δασκ. 1, 170)

Ἀπό τήν Προκήρυξη Γ. Βαρνακιώτη (Ξηρόμερο 25 Μαΐου 1821).

«Δόσατε πίστιν εἰς τά ἀδελφικά μου λόγια. καί ὅσοι πιστεύετε εἰς τήν ἁγίαν Τριάδα καί τόν Τίμιον Σταυρόν, εἰς τόν ὁποῖον ἐξαπλώθη ὁ Ἰησοῦς Χριστός δι’ ἡμᾶς, ἑτοιμασθῆτε πάραυτα, ὅπως ἠμπορέσει ὁ καθείς» (Α.Δ. 1,167)

Ἀπό τήν προκήρυξη τοῦ Ἀντωνίου Οἰκονόμου πρός τόν λαόν τῆς Ὕδρας:

«Τοῦ γένους ἡ ἐλευθερία ἐπροφητεύθη ἀπό πολλούς ἁγίους ἄνδρας καί θεόθεν εἶναι ἀποφασισμένη νά κατορθωθῆ εἰς τάς ἡμέρας μας. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νά έλευθερωθῆ τό Γένος καί ἡ ὀρθόδοξος πίστις μας ἀπό τήν τυραννίαν τῶν ἀσεβῶν» (Απ. Δασκ. 1, 154)

Τό «Προσωρινόν Πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος κατά τήν ἐν Ἐπιδαύρῳ Α’ Ἐθνικήν Συνέλευσιν» ἀρχίζει μέ τήν ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδος.

«ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ

ΚΑΙ

ΑΔΙΑΙΡΕΤΟΥ ΤΡΙΑΔΟΣ

Τό Ἑλληνικόν ἔθνος, τό ὑπό τήν φρικώδη ὀθωμανικήν δυναστείαν, μή δυνάμενον νά φέρῃ τόν βαρύτατον καί ἀπαραδειγμάτιστον ζυγόν τῆς τυραννίας καί ἀποσεῖσαν αύτό μέ μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον διά νομίμων παραστατῶν του εἰς ἐθνικήν συνηγμένων Συνέλευσιν ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων τήν πολιτικήν αὐτοῦ ὕπαρξιν καί ἀνεξαρτησίαν.

Ἐν Ἐπιδαύρῳ τήν α’ Ἰανουαρίου ἔτει ᾳωκβ

καί α’ τῆς Ἀνεξαρτησίας».

ἐνῶ στή Διακήρυξη τῆς ἴδιας Ἐθνοσυνελεύσεως διαβάζομε: «Δέκα μῆνες ἤδη παρῆλθον ἀφοῦ ἠρχίσαμεν νά τρέχωμεν τοῦτο τό στάδιον τοῦ ἐθνικοῦ πολέμου. Ὀ Ὕψιστος Θεός μᾶς ἐβοήθησε, καίτοι ὄχι ἱκανά προπαρασκευασμένους εἰς τό τοιοῦτον μέγα τῷ ὄντι ἐπιχείρημα» (Α.Ε.Π.τ. 3)

Μέ τήν ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀρχίζει καί τό «ΠΟΛΙΤΙΚΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ», πού ψηφίστηκε ἀπό τήν Γ’ Ἐθνοσυνέλευση στήν Τροιζῆνα, καί τό ὁποῖο διακηρύττει ὅτι: «Ἕλληνες εἶναι ὅσοι αὐτόχθονες τῆς Ἑλληνικῆς ἐπικρατείας πιστεύουσι εἰς τόν Χριστόν» (Α.Ε.Π.)

Τελειώνω μέ τήν ἀναφορά μου σέ δύο μεταεπαναστατικές Πράξεις, πού δείχνουν τό καθολικό φρόνημα τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ σέ σχέση μέ τήν Ἐκκλησία. Τό ἕνα εἶναι τό τάμα τοῦ Γένους, ὅπως δημοσιεύθηκε μέ τό Διάταγμα τῆς 25ης Ἰανουαρίου 1834: «Θέλει ἀνεγερθῇ εἰς τήν πόλιν τῶν Ἀθηνῶν ναός τιμώμενος ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Σωτῆρος, πρός αἰωνίαν μνήμην τῆς θαυματουργοῦ βοηθείας τῆς θείας Προνοίας, τῆς ρυσαμένης τόν Ἑλληνικόν Λαόν ἀπό δεινῶν καί κινδύνων, καί πρός ἐνίσχυσιν τῶν μεταγενεστέρων εἰς τήν πίστιν, δι’ ἧς οἱ προπάτορές των ἀνεκτήσαντο τήν ἐλευθερίαν των εἰς τούς ἀπό τοῦ 1821 μέχρι τοῦ 1830 αἱματώδεις πολέμους» (Φρουρός 26)

Τό δεύτερο εἶναι τό διάταγμα τοῦ Ὄθωνα γιά τόν καθορισμό τῆς 25ης Μαρτίου σάν ἡμέρας ἑορτασμοῦ τῆς Παλλιγγενεσίας. Ἄν καί ἡ Ἐπανάσταση δέν ἄρχισε στίς 25 Μαρτίου ἀκριβῶς, συμφώνησαν ὅλες οἱ πόλεις, πού διεκδικοῦσαν τά πρωτεῖα, στόν καθορισμό αὐτῆς τῆς ἡμέρας, ἀκριβῶς ἐπειδή συνδέεται μέ τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου, πού εἶναι μεγάλη γιορτή τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκφράζει κατά τόν καλύτερο τρόπο τόν εὐαγγελισμό γιά τήν ἀνάσταση τοῦ Γένους:

«Ὄθων, ἐλέῳ Θεοῦ βασιλεύς τῆς Ἑλλάδος, ἐπί τῇ προτάσει τῆς ἡμετέρας ἐπί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Γραμματείας, θεωρήσαντες ὅτι ἡ ἡμέρα τῆς 25ης Μαρτίου, λαμπρά καθ’ ἑαυτήν πρός πάντα Ἕλληνα, διά τήν ἐν αὐτῇ τελουμένην ἑορτήν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, εἶναι προσέτι λαμπρά καί χαρμόσυνος διά τήν κατ’ αὐτήν τήν ἡμέραν ἔναρξιν τοῦ ὑπέρ τῆς ἀνεξαρτησίας ἀγῶνος τοῦ Ἑλληνικού Ἔθνους, καθιεροῦμεν τήν ἡμέραν ταύτην εἰς τό διηνεκές ὡς ἡμέραν Ἐθνικῆς Ἑορτῆς καί διατάττομεν τήν διαληφθεῖσαν Ἡμετέραν Γραμματείαν νά δημοσιεύσῃ καί ἐνεργήσῃ τό παρόν διάταγμα».

Ἐν Ἀθήναις τῇ 15 Μαρτίου 1838

Αὐτά λένε τά κείμενα.

Ὅσο κι ἄν στίς μέρες μας γίνεται προσπάθεια ἀπό πολλούς, οἱ ὁποῖοι ξεκινοῦν εἴτε ἀπό ἄγνοια εἴτε ἀπό σκοπιμότητα, νά ἀποσιωπηθοῦν οἱ σχέσεις τῶν ἐπαναστατῶν τοῦ ’21 μέ τήν Ἐκκλησία (ἄς θυμηθοῦμε τά ἐπίσημα μηνύματα, καθώς καί τούς πανηγυρικούς λόγους πού ἀκούστηκαν σέ ἀρκετά Σχολεῖα, στά ὁποῖα οὔτε κἄν ἀναφέρθηκαν οἱ λέξεις πίστη καί Ἐκκλησία) ἤ ὅσο κι ἄν γίνεται προσπάθεια νά ἀποδυναμωθεῖ ἡ σημασία τους μέ τή γενίκευση τῶν μελανῶν σημείων ὡρισμένων ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας (ὑπάρχουν ἄλλωστε μελανά σημεῖα πού σκιάζουν ὅλες τίς τάξεις τῶν ἀγωνιστῶν), οἱ πηγές τῆς Ἐπαναστάσεως ὄχι μόνον δέν ἀφήνουν περιθώριο γιά παρεξηγήσεις, ἀλλά σαφέστατα καί περίτρανα διακηρύττουν ζωντανές καί καθάριες αὐτές τίς σχέσεις, οἱ ὁποῖες ἐπιγραμματικά συνοψίζονται στά λόγια τοῦ Κολοκοτρώνη πρός τούς μαθητές τοῦ Γυμνασίου τῆς Ἀθήνας:

«Παιδιά μου, πρέπει νά φυλάξετε τήν πίστη σας καί νά τή στερεώσετε, διότι ὅταν ἐπιάσαμε τά ἄρματα εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ πίστεως καί ὕστερα ὑπέρ πατρίδος.»

Παν. Γ. Μύρου

Θεολόγος - Φιλόλογος

 

Οἱ ἱστορικές μαρτυρίες στοιχειοθετοῦν τό χρέος τῶν νεοελλήνων, τό χρέος ὅλων μας. Κι αὐτό δέν εἶναι ἄλλο παρά ἡ παρακαταθήκη πού πήραμε ἀπό τά χέρια του. Παρακαταθήκη ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς. Παρακαταθήκη σφραγισμένη μέ τό τίμιο αἷμα τῶν προγόνων μας. Ὅπως ἀκριβῶς φαίνεται στήν προτροπή τῆς δεύτερης διαθήκης τοῦ Μακρυγιάννη: «Ἔχετε γειά ὅλοι καί τήν τυραγνία νά μήν τήν ἀφήσετε νά φωλιάση εἰς τήν πατρίδα, νά μήν ντροπιάσετε τόσα αἵματα ὅπου χύθηκαν».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου